Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ο Αργύρης Κωστάκης
για τις παιδικές
μνήμες της αθωότητας


Τι πράγμα είναι η μνήμη!

Σαν να ήταν χθες που καλοκαιριάτικα μέσα στη ζέστη καβαλήσαμε τα ποδήλατα δέκα χρονών παιδάκια από του Γκύζη και φτάσαμε στο…Περιστέρι γιά να βρούμε το περίπτερο που πουλούσε τις σοκοφρέτες με το πιό σπάνιο – γιά τη γειτονιά μας «χαρτάκι» με τον Φουκς. Τον ποδοσφαιριστή του Παναθηναικού με το νούμερο 8 στη φανέλα, έναν ξανθό Πολωνό Ντανιέλ Φουκς.

Κάποιο παλιόπαιδο, είχε διαδώσει σαν επιδημία, εκμεταλλευόμενο την παιδική ανάγκη μας να συμπληρώσουμε το άλμπουμ είτε γιά να κοκορευόμαστε ότι τα βρήκαμε όλα, είτε γιά να το παραδώσουμε στην τάδε διεύθυνση και να πάρουμε ως βραβείο μιά μπάλα. Εγώ ο ανόητος  εξαγόρασα αυτό το «κειμήλιο» του 1974 με μία μπάλα, γιατί ήμουν «άρρωστος» με το ποδόσφαιρο, αλλά και γιατί έτσι θα έκανα φιγούρα στην αλάνα της οδού Νορντάου. Ας είναι.

Κυριακάτικο απομεσήμερο φτάσαμε στο…εξωτικό Περιστέρι καταιδρωμένοι και διψασμένοι και ψάχναμε απεγνωσμένα το περίπτερο που ο «μύθος» έλεγε πως πουλάει σοκοφρέτες με τον Φουκς. Γιά να είμαι απολύτως ειλικρινής δεν θυμάμαι τι ακριβώς συνέβη, πάντως σίγουρα Φουκς δεν βρήκαμε παρ ότι με το πενιχρό χαρτζιλίκι αγοράσαμε όσες σοκοφρέτες μπορούσαμε από τα τοπικά περίπτερα.

Σίγουρα πάντως λίγους μήνες μετά ο Δημήτρης φώναζε θριαμβευτικά κάπου στους Αμπελόκηπους «τον βρήκα», εννοώντας τον Φουκς. Και τότε άρχισε η δημοπρασία, αφού βγήκε «στο σφυρί» με τιμή εκκίνησης ένα δίφραφγκο, όταν η σοκοφρέτα είχε ένα πενηνταράκι.

Τι είχε συμβεί όπως απέδειξε η ιστορία; Κάθε περιοχή είχε τα δικά της δυσεύρετα χαρτάκια, αλλά όλα τυπώνονταν στον ίδιο αριθμό. Τα σενάρια συνωμοσίας της γενιάς μου ακόμη αναφέρουν ότι η εταιρία το έκανε επίτηδες γιά να πουλάει περισσότερες σοκοφρέτες σε όλη την Αττική, ή ότι κάποια χαρτάκια όντως ήταν πολύ λιγότερα με τον ίδιο εμπορικό στόχο.

Στο παραμύθι των παιδικών μου χρόνων αντάλλαξα πολλούς παίκτες, σαν «μαυραγορίτης» (σα δεν ντρέπομαι), κρατώντας με καμάρι τον «πάκο» με το λαστιχάκι που τα δέναμε μη φύγουν, έπαιξα «χαρτάκια» στον τοίχο (οι παλιοί) θα θυμάστε τους κανόνες και το στιλ παιχνιδιού πώς τα «πετάγαμε», τα ρολάραμε, με πόση δεξιοτεχνία και πόσα κόλπα.

Εκτός από το ελληνικό άλμπουμ της πρώτης εθνικής, υπήρχαν και τα ξένα με «βασιλιά» τα άλμπουμ της Panini στα μουντιάλ. Εντάξει εκείνα τα καλοκαίρια του 1974 και του 1978 έγινε το «έλα να δεις», ενώ το παιχνίδι χόντρυνε ακόμη και με σφαλιάρες!

Είμαι σίγουρος ότι όλοι όσοι διαβάζετε αυτό το κείμενο έχετε τις δικές σας ιστορίες και αναμνήσεις και σας γύρισα σε μιά εποχή που νοσταλγείτε με αγάπη.

Σε μιά εποχή που χαμογελάσαμε με κάτι ονόματα παικτών που ήρθαν στην Ελλάδα, όπως Νεμπόσια Λίτσανιν, Αρακέν Ντεμέλο, Έλβιο Μάνα, Σεβεριάνο Ιράλα, Ρενέ Ντεκ, Σαντιάγκο Οχέδα και τόσοι άλλοι.

Γιατί όπως έχει πει και ο μεγάλος Αλ Πατσίνο «Ποιός μίλησε γιά θριάμβους; Το παν είναι να αντέξεις στον χρόνο!»