Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η Ρέα Βιτάλη
για τα βιβλία
του καλοκαιριού


Φέτος χορτάσαμε αέρα στο νησί. Τον έχω μέσα μου τον αέρα. Δεν γκρινιάζω.

Αντίθετα προσμένω τι θα μου φέρει «από το πουθενά» του. Το «από το πουθενά», το έχω σαν τόπο που μιλάνε τα ένστικτα των ανθρώπων. Καθαρά, άφοβα, απελευθερωμένα ξεδιάντροπα. Σέβομαι το ένστικτο, ως πιο σοφό από το μυαλό. Το βιβλίο του «Ας φυσά τώρα», έχει ακόμα άμμο στις σελίδες. Τώρα δα που το άνοιξα, εδώ στην Αθήνα στον γραφειάκι μου, μου έφερε χαιρετίσματα το καλοκαίρι μου. Το βιβλίο του ακριβού μου Στάθη. Εχω ακριβούς. Αυτούς που δεν χαμήλωσαν στα μάτια μου στα χρόνια. Τους γνωρίζω; Εδώ υπάρχει ένα θέμα. Καταδότης η γραφή. Αφού τον διαβάζω με συνέπεια… Λογικά, τον γνωρίζω μέσα-καταμέσα. Και ένα πράγμα παράξενο. Ενώ δεν έχω χάσει κείμενο για κείμενο δικό του, είχε μέσα μου κατσικωθεί ένα από τα τελευταία του, σταθερά.

«Ενάντια στην καντάδα» το ονομάζει. Τι χαρά το έκανα, ότι στο βιβλίο το συνάντησα πρώτο πρώτο. Αρα ναι! Τον γνωρίζω, ξένοιασα, αφού αυτό επέλεξε και εκείνος για αρχή. Και μετά; Ω μετά… Μετά γέμισα το βιβλίο σημάδια. Τσάκιζα σελίδες, τράβαγα υπογραμμίσεις, φύσαγε απ΄όλες τις κατευθύνσεις, σταματούσα για λίγο, χωνόμουν θάλασσα σκέψεις, έβγαινα, κράταγα κόντρα στον αέρα, πτου! Αμμος στο στόμα! «Ερχεται κύμα!», βάλε τις σαγιονάρες πιο κει, ξάπλωνα αντίθετα. Ξανά υπογράμμιζα: «Ισως επειδή, τελικά, οι αναμνήσεις μας είναι μια κατασκευή. Τις κόβουμε και τις ράβουμε όπως αντέχουμε και μας βολεύει», «συνήθισα τον εχθρό! Και ταυτοχρόνως τον αποκωδικοποίησα», «Ψάχνοντας κώλο, έφτασα στην ποίηση», «Λίγος δισταγμός, ρε αδελφέ… Πάντα πίστευα ότι η τρυφερότητα είναι το πιο καυλωτικό πράγμα του κόσμου», «Αποκοιμιόμουν από εξάντληση, μόνος εγώ ενάντια σε ολόκληρη τη Νύχτα», «Ισως αυτό είναι κι ένα από τα επιγενόμενα της ενηλικίωσης: ντρέπεσαι λιγότερο γι’ αυτά που σε κάνουν να τρέμεις».

Φτάνει μωρέ Ρέα! Ενα βιβλίο σημειώσεις. Έχει νόημα; Αλλες κόμπος. Αλλες βούρκωμα. Αλλες σε ξεπαστρεύουν. Παντού κατέχεις το θέμα. Ενέχεις. Άστο! Ο ακριβός μου Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. Καθ΄εκάστην στη συνάθροιση, παραλλήλως αποσυνάγωγος. Κρυφτό μας παίζει. Μεγαλώνει όμορφα. Εμμονή δική μου. Από μικρή την είχα. Με ενδιαφέρουν, με αφορούν οι άνθρωποι που μεγαλώνουν όμορφα. Γι αυτό και μέσα μου, τον Στάθη τον φέρω, με δυο όμορφα άκρα. Δικοί μου κωδικοί. Αρχή του ταξιδιού/τώρα ταξιδιού… Κι ανάμεσα ταξίδι. (Μέχρι τη συνάντησή μας σε επόμενο ταξίδι). Αν λοιπόν τον εκκινώ από το «Ενάντια στις καντάδες», τον χαμογελώ στο «τώρα» του, όπως το έχω υπογραμμίσει «Γι’ αυτό λέω στον εαυτό μου: Κούλαρε. Τι θέλεις πια;… Πίσω από τον λόφο, κάτω από τα άστρα, δίπλα στα ποταμάκια μπίρας κι έκστασης, χιλιάδες, εκατομμύρια εικοσάχρονα γαμιούνται. Μικροπρεπές να τα ζηλεύεις! Το είδες το έργο. Άσε και κάποιον άλλο να το δει». Ωραίε Στάθη…. Χύνω την άμμο από το βιβλίο του με προσοχή στον σκουπιδοντενεκέ. Δίπλα μου. Την πετάς; Εμεινα να την κοιτάω. Ενα καλοκαίρι, «φέτος». Πέτα την άμμο. Κράτα το χώμα. Γράφουν και χωμάτινοι άνθρωποι στις μέρες μας.

Πηγή: Protagon.gr