Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Το αυτογκόλ που
οδήγησε στη
δολοφονία παίκτη!


Ένα αυτογκόλ στις ΗΠΑ το 1994, οδηγήσε στην τραγική κατάληξη του αρχηγού της Εθνικής Κολομβίας, ο οποίος πλήρωσε βαρύ τίμημα.

Ο ίδιος ο Αντρές Εσκομπάρ, έγραφε στην εφημερίδα El Tiempe της Μπογκοτά, μετά τον αποκλεισμό της ομάδας του από τη συνέχεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

«Η ζωή δεν σταματά εδώ. Πρέπει να προχωρήσουμε. Η ζωή δεν μπορεί να σταματήσει εδώ. Όσο δύσκολο κι αν είναι, πρέπει να σηκωθούμε. Έχουμε μόνο δυο επιλογές: είτε να επιτρέψουμε στον θυμό να μας παραλύσει και στη βία να συνεχιστεί, ή να τα ξεπεράσουμε και να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό για να βοηθήσουμε και άλλους. Είναι δική μας επιλογή. Αφήστε μας να διατηρήσουμε τον σεβασμό. Θα ξαναειδωθούμε σύντομα γιατί η ζωή δεν σταματά εδώ».

Λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου στις ΗΠΑ το 1994, ο Πελέ δήλωνε πως η ομάδα της Κολομβίας θα έφτανε τουλάχιστον στα ημιτελικά της διοργάνωσης.

Ο «κύριος του ποδοσφαίρου» όπως ήταν το παρατσούκλι του Εσκομπάρ, ήταν ένα ήσυχος πειθαρχημένος και αγαπητός ηγέτης της χρυσής γενιάς Κολομβιανών ποδοσφαιριστών που ταξίδεψαν στις ΗΠΑ το 1994, έχοντας δεχθεί μόλις 2 γκολ στα προκριματικά. Ο Πελέ, δεν είχε ψευδαισθήσεις: Ήταν πράγματι διεκδικητές. Σε ένα από τα τελευταία παιχνίδια των προκριματικών εναντίον της Αργεντινής, παιχνίδι που έπρεπε να κερδίσουν για να εξασφαλίσουν την πρόκριση, η Κολομβία διέσυρε με 5-0 τους Αργεντίνους στο Μπουένος Άιρες κερδίζοντας το standing ovation από τους σοκαρισμένους Αργεντίνους, των οποίων η Εθνική ομάδα μπήκε στο μουντιάλ από την πίσω πόρτα κερδίζοντας το εισιτήριό της σε αγώνα μπαράζ με την Αυστραλία.

Σε 26 αγώνες που χρειάστηκαν μέχρι το τελικό τουρνουά των ΗΠΑ, η Κολομβία έχασε μόλις μια φορά. Ο προπονητής τους Φρανσίσκο Ματουράνα επέμενε ότι οι παίκτες εκφράζουν το φυσικό τους ταλέντο στο χορτάρι, καθώς πρόκειται για ιδιαίτερα προικισμένους ποδοσφαιριστές όπως οι Κάρλος Βαλντεράμα, Φρέντι Ρινκόν, Αλέξις Γκαρσία και Φαουστίνο Ασπρίγια, οι οποίοι όμως παρέμεναν εν πολλοίς άγνωστοι πέρα από την αμερικανική ήπειρο.

Άλλωστε ήταν μέσα του '90, όταν το ίντερνετ δεν είχε ακόμα μπει σε όλα τα σπίτια ώστε να μαθαίνουμε τους πολλούς και χαρισματικούς παίκτες εκείνης της ομάδας.

Κοινωνικά, ήταν επίσης μια τραγική εποχή για την Κολομβία. Το Μεντεγίν βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, έπειτα από τον θάνατο του Πάμπλο Εσκομπάρ, συνεπώνυμου, όχι όμως και συγγενή του Αντρές, του διασημότερου και πλουσιότερου ναρκέμπορου του κόσμου, του αρχηγού του καρτέλ του Μεντεγίν.

Παρά το γεγονός πως υπήρξε ένας αιμοσταγής ναρκέμπορος, ο Εσκομπάρ ήταν αγαπητός από τα φτωχά κοινωνικά στρώματα, στα οποία παρείχε δουλειά -τις περισσότερες φορές παράνομη- και στέγαση. Έχτισε ακόμα μια σειρά από ποδοσφαιρικά γήπεδα για εκείνους, εκεί όπου η ομάδα που βρέθηκε στο Μουντιάλ του 1994, κλώτσησε για πρώτη φορά το τόπι.

Ο Εσκομπάρ, ήταν φυσικά και ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας του Μεντεγίν, της Ατλέτικο Νασιονάλ, όπου η πώληση εισιτηρίων και η δημιουργική λογιστική σε ότι είχε να κάνει με τις μεταγραφές, τον βοηθούσαν να ξεπλύνει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.

Και τα άλλα καρτέλ όμως, ακολούθησαν το παράδειγμά του και στα μέσα της δεκαετίας του '80, επένδυσαν σε ποδοσφαιρικές ομάδες της χώρα, κάτι που οδήγησε στην αναγέννηση του κολομβιανού ποδοσφαίρου, το οποίο δεν βρισκόταν και στα καλύτερά του. Οι μισθοί που δίνονταν ενθάρρυναν τους καλύτερους εκ των Κολομβιανών ποδοσφαιριστών να παραμείνουν στην πατρίδα τους και να πετύχουν τους στόχους τους με τις ομάδες τους, όπως έκανε η Ατλέτικο Νασιονάλ που κέρδισε το 1989 το Κόπα Λιμπερταδόρες.

Στην ενδεκάδα εκείνης της ομάδας, υπήρχε και ο Αντρές Εσκομπάρ, μεταξύ άλλων σπουδαίων Κολομβιανών ποδοσφαιριστών. Υπεύθυνος για τη δολοφονία δικαστών, πολιτικών, περισσότερων από 500 αστυνομικών, τουλάχιστον ενός διαιτητή και χιλιάδων μελών των αντίπαλων καρτέλ, ο Πάμπλο Εσκομπάρ παραδόθηκε στις κολομβιανές αρχές στις αρχές της δεκαετίας του '90, έχοντας πρώτα αποφύγει την έκδοση στις ΗΠΑ.

Ο Εσκομπάρ, συμφώνησε να μείνει έγκλειστος σε μια φυλακή που έχτισε ο ίδιος σε ένα προάστειο του Μεντεγίν, ενώ πήρε μειωμένη ποινή συμφωνώντας να σταματήσει να προωθεί ναρκωτικά. Εκεί συχνά πυκνά τον επισκέπτονταν μέλη της Εθνικής Ομάδας της Κολομβίας, τα οποία ταξίδευαν ιγκόγνιτο για να τον συναντήσουν και να παίξουν ποδόσφαιρο, σε ένα γήπεδο που είχε φτιάξει στη φυλακή, όσο διαπραγματευόταν την παράδοσή του.

Σε μια περίπτωση το 1993, ο διάσημος Κολομβιανός τερματοφύλακας Ρενέ Χιγκίτα, γνωστός από το «χτύπημα του σκορπιού» αλλά και για τις βόλτες με την μπάλα εκτός περιοχής που κόστισαν στην Κολομβία μια αναπάντεχη ήττα από το Καμερούν του Ροζέ Μιλά, στο Μουντιάλ του 1990, σταμάτησε για να συζητήσει με δημοσιογράφους ενώ πήγαινε να συναντήσει τον Εσκομπάρ στην φυλακή του. Το γεγονός προκάλεσε σκάνδαλο και κόντεψε να του κοστίσει τη θέση του στην ομάδα που θα πήγαινε στο Μουντιάλ των ΗΠΑ, το επόμενο καλοκαίρι.

Ο Χιγκίτα, συνελήφθη λίγους μήνες αργότερα και φυλακίστηκε με την κατηγορία ότι μεσολάβησε για να παραδοθούν τα λύτρα μιας απαγωγής. Κοινή πεποίθηση βέβαια στην Κολομβία, αποτελούσε πως η φυλάκισή του είχε να κάνει με την ντροπή που ένιωσε η κυβέρνηση της χώρας, όταν μια τόσο διάσημη φιγούρα ανοιχτά επισκέπτεται τον μεγαλύτερο εχθρό του Κολομβιανού κράτους και καταζητούμενο από τις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ του ESPN, «οι δυο Εσκομπάρ» που αναφέρεται στις ζωές του Αντρές και του Πάμπλο, ο Χιγκίτα έβλεπε πάντα το «καλό και το κακό» στον Πάμπλο. Ο Αντρές Εσκομπάρ από την άλλη ένιωθε πάντα άβολα όταν ερχόταν σε επαφή με τον διάσημο εγκληματία. «Μαρία, δεν θέλω να πάω, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή» έλεγε στην αδερφή του Μαρία Εστέρ.

Έχοντας αποδράσει από την φυλακή και όντας καταζητούμενος, αφότου έμαθε πως οι αρχές πρόκειται να τον μεταφέρουν σε ένα πιο αυστηρό περιβάλλον, στις 2 Δεκεμβρίου του 1993, μια μέρα μετά τα 44α γενέθλιά του, ο Πάμπλο Εσκομπάρ, σκοτώθηκε.

Η ομάδα, υπεύθυνη για τον θάνατο του Εσκομπάρ, ήταν γνωστή ως Pepes και είχαν σχέσεις τόσο με το αντίπαλο καρτέλ του Κάλι, όσο και με την δεξιά παραστρατιωτική ομάδα του Κάρλος Καστάνο και την προστασία της αστυνομίας, των ειδικών δυνάμεων τόσο της Κολομβίας όσο και των ΗΠΑ αλλά και αρκετά πρώην μέλη του καρτέλ του Μεντεγίν, που είχαν πειστεί να στραφούν κατά του άλλοτε εργοδότη τους για να μην έχουν την... τύχη του.

Με την αυτοκρατορία του να καταρρέει, χωρίς να εμπιστευτεί κανέναν και με συμβόλαια θανάτου να εκκρεμούν για τον ίδιο αλλά και για όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ο Εσκομπάρ τελικός σκοτώθηκε από την αστυνομία. Αν βέβαια η κολομβιανή κυβέρνηση πίστευε με οποιονδήποτε τρόπο πως το τέλος του Εσκομπάρ θα σήμαινε και το τέλος της βίας στο Μεντεγίν, δεν θα μπορούσε να κάνει περισσότερο λάθος. Στην πόλη επικράτησε πλήρης αναρχία.

«Όταν ο Πάμπλο πέθανε, η πόλη βγήκε εκτός ελέγχου» έλεγε ο ξάδερδός του, Χάιμε Γκαβίρια, μιλώντας στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ «οι δυο Εσκομπάρ». «Το αφεντικό είναι νεκρό, έτσι όλοι είναι αφεντικά του εαυτού τους, ο Πάμπλο είχε απαγορεύσει τις απαγωγές. Διοικούσε τον υπόκοσμο με απόλυτη τάξη. Για οτιδήποτε παράνομο, έπρεπε να πάρεις την έγκριση του Πάμπλο».

Με τον Εσκομπάρ νεκρό, δεν χρειαζόταν πλέον άδεια. Την άποψη του Γκαβίρια, συμμετιζόταν και ο προπονητής της εθνικής Κολομβίας, ο οποίος ήταν ο άνθρωπος που είχε οδηγήσει και την Νασιονάλ στην κατάκτηση του Κόπα Λιμπερταδόρες και ήξερε καλά τον Εσκομπάρ. « Οι νόμοι του αφεντικού ήταν νόμοι του κράτους» λέει ο Ματουράνα. «Όταν ο Πάμπλο Εσκομπάρ πέθανε, η γη σείστηκε και ο αέρας έκλαιγε «Πάμπλο Εσκομπάρ!». Τότε έπρεπε να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά. Δεν μπορούσες να εμπιστευτείς κανέναν. Ακόμα και ο αστυνομικοί ήταν ύποπτοι. Οι Κολομβιανοί ποδοσφαιριστές αναχώρησαν για τις ΗΠΑ με το Μεντεγίν να συγκλονίζεται από βόμβες και πυροβολισμούς καθημερινά και να τίθεται σύντομα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

«Είναι δύσκολο να παραμείνεις συγκεντρωμένος, όμως βρίσκω κίνητρο στα καλά πράγματα που έρχονται» δήλωνε ο Αντρές Εσκομπάρ, στα 27 του χρόνια τότε και μόλις αρραβωνιασμένος με την κοπέλα του Πάμελα Κασκάρδο, αλλά και έχοντας μόλις αποδεχτεί την πρόταση της Μίλαν να παίξει σε εκείνη την επόμενη σεζόν. «Προσπαθώ να διαβάζω λίγο από την Βίβλο κάθε μέρα. Για σελιδοδείκτες έχω δυο φωτογραφίες. Μια της μητέρας μου και μια της αρραβωνιαστικιάς μου.

Ειρωνικά και ίσως αφελώς, δεδομένης της εξέλιξης της ιστορίας, ο Εσκομπάρ πίστευε πως το ποδόσφαιρο μπορούσε να σταματήσει τη βία που κατέστρεφε τη χώρα που αγαπούσε. «Έβλεπε το ποδόσφαιρο ως ένα σχολείο που δίδασκε αξίες και υπομονή» έλεγε ένας από τους φίλους του.

Παρά τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί, οι Κολομβιανοί δεν μπορούσαν να κάνουν χειρότερο ξεκίνημα στη διοργάνωση. Στο Ρόουζ Μποουλ της Πασαντίνα, όπου θα γινόταν και ο τελικός, οι Κολομβιανοί αντιμετώπισαν τους Ρουμάνους, χάνοντας 3-1.

«Το ξεκίνημα αυτό, σηματοδότησε μια ψυχολογική κρίση για την οποία η ομάδα δεν ήταν έτοιμη» λέει ο Βελάσκες. «Αρκετοί τζογαδόροι έχασαν πολλά λεφτά και ένα αόρατο χέρι εμφανίστηκε ιδιαίτερα εκνευρισμένο με την ομάδα». Το αόρατο αυτό χέρι, φρόντισε να στείλει μάλιστα το μήνυμα στην ομάδα, φτάνοντας ακόμα και σε απειλητικά μηνύματα που τους περίμεναν στα δωμάτια του ξενοδοχείου που είχαν καταλύσει.

Μετά το θάνατο του Πάμπλο Εσκομπάρ, ο ανήλικος γιος του Κολομβιανού αμυντικού Λουίς Χερέρτα, απήχθη και εκείνος επεστράφη αφού δόθηκαν λύτρα, στο Μεντεγίν. Μετά την ήττα από τη Ρουμανία, ο Χερέρα έμαθα πως ο αδερφός του σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα. Αυτό που θα έπρεπε να είναι η σημαντικότερη στιγμή στις ζωές των νεαρών και ελπιδοφόρων ποδοσφαιριστών, είχε μετατραπεί σε εφιάλτη. Ο μετριόφρων ηγέτης, ο Εσκομπάρ, έκανε τα πάντα για να βοηθήσει τον φίλο του και να κρατήσει την ομάδα ενωμένη. «Εκείνο το βράδυ ο Αντρές μου έκανε παρέα» λέει ο Χερέρα. «Ήθελα να τα παρατήσω και να πάω σπίτι, όμως ο Αντρές μου είπε “Η χώρα εξαρτάται από σένα. Αυτή είναι η ευκαιρία μας στο Παγκόσμιο Κύπελλο”».

Η προετοιμασία της Κολομβίας για το δεύτερο ματς, που θα γινόταν κι αυτό στο Ρόουζ Μπόουλ, απέναντι στους οικοδεσπότες Αμερικανούς, δεν ήταν ιδανική όμως η ομάδα παρέμενε αισιόδιοξη. «Είχαμε παίξει εκατοντάδες φιλικά με τις ΗΠΑ και τους είχαμε κερδίσει σε όλα» θυμάται ο μέσος Λεονέλ Αλβάρεζ. Πίσω στην πατρίδα, το Μεντεγίν συνέχιζε την κατάρρευσή του, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αυτοκίνητα που καίγονταν, τούβλα, πτώματα και αίμα. Στην Φλόριντα, ο προπονητής Ματουράνα έφτασε κλαίγοντας στο ραντεβού με τους παίκτες του πριν τον αγώνα. Νέα απειλητικά μηνύματα είχαν φτάσει στα χέρια του.

Αυτά προειδοποιούσαν τον Ματουράνα, πως αν χρησιμοποιούσε τον βετεράνο μέσο Γκραμπριέλ «Μπαράμπας» Γκόμεζ, θα δολοφονούνταν ολόκληρη η ομάδα. «Ο Μπαράμπας ήταν παίκτης – κλειδί, όμως με είχαν κερδίσει» λέει ο Ματουράνα, ο οποίος απρόθυμα έβλεπε τους ιδιοκτήτες των ομάδων να είναι έτοιμοι να υποσκάψουν την επιτυχία της εθνικής τους ομάδας για να διαφημίσουν άλλους παίκτες ώστε να αυξήσουν την αξία τους.

Μια φοβισμένη ομάδα, έμπαινε στο γήπεδο για να παίξει με τους οικοδεσπότες. «Έτσι μπήκαμε στον αγώνα» θυμάται ο Ματουράνα. Παρά ή μάλλον εξαιτίας του τρόμου, η Κολομβία δεν σταμάτησε να χάνει τις ευκαιρίες στον αγώνα. «Επιτεθήκαμε απ' όλες τις πιθανές γωνίες, όμως η μπάλα δεν έμπαινε μέσα» αναπολεί ο Αντόλφο Βαλέντσια. «Συνεχίσαμε την επίθεση, όμως δεν μπορούσαμε να σκοράρουμε» επιβεβαιώνει ο Αλβάρεζ.

Το «κακό» έγινε στο 22ο λεπτό. Σε μια χαμηλή σέντρα του Τζον Χάρκς στην περιοχή των Κολομβιανών από αριστερά, ο Εσκομπάρ έκανε επαφή με την μπάλα, στέλνοντάς την στα δίχτυα της ομάδας του. Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, καθώς ο ίδιος έμεινε κρατώντας το κεφάλι του, ξαπλωμένος στην περιοχή. Ήταν το πρώτο – και έμελλε να αποδειχθεί το τελευταίο – αυτογκόλ της επαγγελματικής του καριέρας. Άδειος από συναισθήματα, ο Εσκομπάρ σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω του και περπάτησε έξω από την περιοχή.

ΠΗΓH reader.gr