Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η Ραφήνα στο σινεμά!
Ταινία του Π. Βούλγαρη
για τον Ν. Σουκατζίδη


Την τιμητική της έχει η Ραφήνα στους κινηματογράφους! Από την Πέμπτη 26 Οκτωβρίου προβάλλεται η ταινία "το τελευταίο σημείωμα" του σπουδαίου σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, με επίκεντρο τη ζωή του Ναπολέοντα Σουκατζίδη.

Ο Σουκατζίδης είχε γεννηθεί στις 17 Δεκεμβρίου 1909 και εκτελέστηκε στις 1 Μαίου 1944. Εμβληματική φιγούρα της Αριστεράς στην Ελλάδα, συνδικαλιστής και ένας από τους 200 αγωνιστές που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την 1η Μαΐου του 1944. Προς τιμήν του εδώ και δεκαετίες ο δήμος Ραφήνας - Πικερμίου έχει δώσει το ονομά του σε δρόμο της περιοχής. Ο κ. Βούλγαρης παραχώρησε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στον Γιάννη Καντέα - Παπαδόπουλο για το περιοδικό "Αθηνόραμα".  

 

Ακόμη μία ταινία σας μας ταξιδεύει στο παρελθόν μέσα από μια ιστορία με πολιτικο­ιστορικό περιεχόμενο. Πώς κατα­λήξατε στο «Τελευταίο Σημείωμα»; 
Ανάμεσα στις δώδεκα ταινίες που έχω γυρίσει υπάρχουν εκείνες που σχετίζονται με σημαντικά πολιτικά ζητήματα του παρελθόντος τα οποία ήθελα να εξερευνήσω προσωπικά. Εκτός από την έρευνα, η μετέπειτα κινηματογραφική διαμόρφωση σχετίζεται και με την προσωπική μου αναζήτηση απαντήσεων. Δεν θέλω να διδάξω με τις ταινίες μου, αλλά να ευαισθητοποιήσω, να συγκινήσω και –γιατί όχι;– να παρακινήσω τους θεατές να ψάξουν κι εκείνοι απαντήσεις. Κάπως έτσι έφτασα και στην περίπτωση του Ναπολέοντα Σουκατζίδη.

Οι ιστορικές αναφορές είναι αναπόσπαστο κομμάτι του σινεμά σας, στο οποίο το κοινό ανταποκρίνεται. 
Νιώθω κάποιες φορές ένα αίσθημα χρέους απέναντι στον κόσμο. Διότι τελικά οι ταινίες για εκείνους γίνονται. Γι’ αυτούς που πριν φτάσουν στο σινεμά δεν ξέρουν τίποτα και όταν βγουν θα έχουν επικοινωνήσει με μια ιστορία, θα έχουν μάθει νέες πληροφορίες και θα έχουν βιώσει δυνατά συναισθήματα. Διαπιστώνω ότι υπάρχουν κομμάτια της σύγχρονης Ιστορίας που κι εμείς, η «παλιά φρουρά» σκηνοθετών, αλλά και οι νέοι δεν τα έχουμε αγγίξει, όπως αυτό της Κατοχής. Θεωρώ ότι η Ιστορία δεν πρέπει να μπαίνει σε μπαούλο. Είναι διαρκώς παρούσα γύρω μας και μας κυνηγάει...

 

Εξάλλου η μνήμη μπορεί να ­διαμορφώσει συνείδηση. 
Μα φυσικά! Υπάρχουν και πρόσφατα παραδείγματα που το επαληθεύουν, όπως στην Καταλονία όπου ο λαός συσπειρώθηκε και διεκδίκησε τα αιτήματά του. Εδώ όμως ο κόσμος είναι αμήχανος και αδρανής. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της Κατοχής, σε μια σοκαριστική συγκυρία, με την πείνα να θερίζει και τη βία να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, η Αθήνα βούιζε από ανθρώπους που αντιδρούσαν. Έγιναν συλλαλητήρια, ενώ αντιστασιακές οργανώσεις με μέλη από όλες τις τάξεις μπήκαν αμέσως στη διαδικασία διεκδίκησης του αυτονόητου, της ελευθερίας τους.

Τι μας έχει φέρει σε αυτό το ­παθητικό σημείο; 
Σήμερα ζούμε ίσως την πιο ύπουλη­ μορφή κατοχής, αυτήν που δεν τη βλέπεις, δεν την αισθάνεσαι στην καθημερινότητά σου. Ο μεγάλος εφιάλτης για μένα είναι αυτή η αίσθηση πως έχουμε μπει σε ένα δρόμο που θα διαρκέσει πολλά χρόνια, χωρίς να υπάρχει φως στο τούνελ. Επιπλέον, με τρομάζει το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων που σπούδασαν και αφιερώθηκαν σε κάτι αναγκάζεται να μεταναστεύσει. Εγκαταλείπεται ο τόπος μας από το πιο δυναμικό του στοιχείο. Νομίζω ότι κάποια στιγμή ο κόσμος θα αντιδράσει, διότι δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι για πολύ ακόμη. Αυτή είναι η ελπίδα μου...

 

Λείπουν ταινίες ιστορικού περιεχομένου από το ελληνικό σινεμά; 
Κοιτάξτε, είναι φυσικό οι νέοι κινηματογραφιστές να διερευνούν τις πτυχές της δικής τους –σύγχρονης– πραγματικότητας. Κάποια στιγμή ίσως νιώ­σουν την ανάγκη να στραφούν στο παρελθόν. Αυτό θα φανεί. Σέβομαι το γεγονός όμως ότι προσπαθούν να βρουν απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα. Την ίδια στιγμή γυρίζονται ταινίες, όπως αυτές του Οικονομίδη, στις οποίες το παρελθόν ενυπάρχει χωρίς να αναφέρεται ρητά, μέσα από στοιχεία που προσεγγίζουν το πώς φτάσαμε μέχρις εδώ.

Πώς βλέπετε τη σημερινή κινηματογραφική παραγωγή συγκριτικά με το ρεύμα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, του οποίου υπήρξατε από τους πρωτεργάτες; 
Θεωρώ ότι μοιάζουμε κατά κάποιον τρόπο. Βέβαια εμείς, όσο διαρκούσε η Δικτατορία, απαγορευόταν να αναφερθούμε σε οτιδήποτε πολιτικό. Τώρα σκέφτομαι ότι η γενιά μας ήταν πολύ ικανή και ηρωική. Είχαμε τον Αγγε­λόπουλο, τη Μαρκετάκη, τον Τσιώλη... Θεωρούσαμε υποχρέωσή μας να μιλήσουμε για μια Ελλάδα όπως την αισθανόμασταν, ο καθένας με το δικό του τρόπο. Τα παιδιά σήμερα είναι σπουδαγμένα, έχουν απεριόριστη πρόσβαση σε πληροφορίες, βλέπουν σινεμά και είναι πολύ καλοί κινηματογραφιστές.

 

Ποιες απαιτήσεις αντιμετωπίζει μια μεγάλη παραγωγή όπως το «Τελευταίο Σημείωμα»;
Όταν κάποιος επιχειρεί να γυρίσει ταινία εποχής στην Ελλάδα, ξεκινάει πάντα από το μηδέν. Δεν υπάρχουν κατάλληλοι φυσικοί χώροι, κοστούμια, αντικείμενα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρεις ανθρώπους που να γνωρίζουν άριστα την εποχή που θες να αναπαραστήσεις. Φυσικά χρειάζεσαι και χρήματα, διότι αυτές οι ταινίες κοστίζουν κι εδώ είναι αναγκαία η πίστη του παραγωγού στην προσπάθεια. ­Είναι ένα ταξίδι που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει.

Με ποιον τρόπο επιλέξατε το κέντρο βάρους της αφήγησης; Υπάρχουν τόσα πράγματα που μπορείς να πεις για εκείνην την εποχή και για τον άγνωστο ήρωά της Ναπολέοντα Σουκατζίδη. 
Σε αυτού του είδους τις ιστορίες το δίλημμα που αντιμετωπίζει κάποιος είναι η επιλογή ανάμεσα στην πλήρη ελευθερία και στο μελόδραμα. Εγώ βρίσκομαι κάπου στη μέση, χάρη στην καθημερινή δουλειά που κάναμε από σκηνή σε σκηνή με τους συνεργάτες μου και τους ηθοποιούς. Έτσι πιστεύω ότι έγινε μια απεικόνιση ουσίας των πρωταγωνιστών.

 

Ήμουν από τους τυχερούς που βρέθηκαν στα γυρίσματα της ταινίας στην Κρήτη. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι υπήρχε εξαιρετικό κλίμα και σχέσεις μεταξύ σας. 
Κάθε γύρισμα για μένα είναι μια δοκιμασία ψύχραιμης αντιμετώπισης όλων των προβλημάτων που παρουσιάζονται. Και πάντα επιμένω να ακούω συμβουλές από όλους, όχι μόνο από τους βασικούς συντελεστές, αλλά και από τα παιδιά που είναι δίπλα στην κάμερα, στον ήχο, στους ηλεκτρολόγους... Ο σκηνοθέτης δεν είναι θεός, πρέπει να έχει την άποψή του, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να κρατά τα αφτιά και τα μάτια του ανοιχτά σε οτιδήποτε μπορεί να φανεί χρήσιμο για την ταινία.

 

Διαχρονικά οι ηθοποιοί σας, πέρα από την ερμηνευτική τους ικανότητα, ξεχωρίζουν για τη φωτογένεια και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα κριτήρια στη σκέψη σας όταν τους επιλέγετε; 
Σε κάθε ταινία θέλω τα πρόσωπα που θα εμφανιστούν να είναι όσο το δυνατόν άφθαρτα, δηλαδή να μην έχουν παίξει πολύ στην τηλεόραση, σε διαφημίσεις κ.λπ. Γι’ αυτήν την ταινία με βοήθησε και η κόρη μου, η Κωνσταντίνα. Δεν κάνω πρόβες ή οντισιόν με την παραδοσιακή έννοια του όρου, πολλούς τους ξέρω ήδη από το θέατρο. Ψάχνω με το ένστικτό μου τα πρόσωπα και τα βλέμματα που θα μεταφέρουν το συναίσθημα και το ύφος της εποχής. Τα βλέμματα της Κατοχής δεν έχουν καμία σχέση με τα σημερινά βλέμματα, που είναι πιο υποψιασμένα κι ενημερωμένα. Τότε υπήρχε μια αγνότητα.

Και ο γιος σας, ο Αλέξανδρος, ­συμμετέχει στην ταινία συνθέτοντας τη μουσική. 
Αγαπάω τη μουσική που γράφει ο Αλέξανδρος, αν και μας έχει απαγορεύσει να πηγαίνουμε στις συναυλίες του. Έχει πάρει ένα δρόμο δικό του, και με τις ταινίες του, χωρίς να νιώθει το βάρος της δικής μου κληρονομιάς. Θεώρησα­ όμως ότι ήταν πλέον καιρός να δουλέψουμε και μαζί. Έχει γράψει μουσική για άλλες ταινίες, έχει πάρει βραβεία γι’ αυτές, βλέπει πολύ περισσότερο σινεμά απ’ ό,τι βλέπω πια εγώ, οπότε ήταν αυτονόητο να του προτείνω να συνεργαστούμε. Ομολογώ ότι είχα ένα τρακ, όχι όμως για τη μουσική, αλλά­ για το πώς θα ξεπερνούσαμε και οι δύο τη σχέση πατέρα - γιου. Τελικά δούλεψε­ τελείως ελεύθερα, βρήκε το δικό του δρόμο μέσα στην ταινία. Εγώ άκουγα και μετά κουβεντιάζαμε και το αποτέλεσμα αντιπροσωπεύει τόσο τον ίδιο όσο και την ταινία.

«Το Τελευταίο Σημείωμα» είναι μια συμπαραγωγή της Cosmote TV. Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 26/10 από την Tanweer.