Ο καθηγητής Οικολογίας και Διαχείρισης Άγριας Πανίδας του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ Δημήτρης Μπακαλούδης και πρόεδρος στο παρελθόν του Δ.Σ. του Φορέα Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου, ο οποίος επισκέφθηκε την πληγείσα περιοχή μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης πυρκαγιάς, για το αν και πώς επηρεάζει την άγρια πανίδα καθώς και για τις ενδεδειγμένες ενέργειες αντιμετώπισης των επιπτώσεων σε σχέση με την άγρια πανίδα και τη βλάστηση.
«Η πρόσφατη πυρκαγιά, εκτός από την υψηλή συγκέντρωση βιομάζας, που είχε και η περσινή, έχει δύο σημαντικά χαρακτηριστικά: τη σφοδρότητα τις δύο πρώτες μέρες και το μέγεθος της έκτασης που έπληξε. Μεταδόθηκε ταχύτατα από το σημείο έναρξης στη θέση "Γκίμπρενα" προς τα δυτικά στις "Τρεις Βρύσες" διανύοντας απόσταση περίπου 16 χλμ στο πρώτο 24ωρο, λόγω της μεγάλης ταχύτητας του ανέμου (5-7 μποφόρ) που επικρατούσε τις δύο πρώτες μέρες από την έναρξή της» επισημαίνει ο κ. Μπακαλούδης.
Εκτιμά ότι «αυτό το πρώτο κύμα πρέπει να ήταν και το πιο καταστροφικό, καθώς η πυρκαγιά ήταν επικόρυφη, μεταδιδόταν ταχύτατα και δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια διαφυγής των ζώων που βρίσκονταν μπροστά στο μέτωπό της. Τις επόμενες μέρες, με την ένταση να έχει μειωθεί, η πυρκαγιά έκαιγε με μικρότερη σφορδρότητα, μεταδιδόταν με μικρότερη ταχύτητα και συνεπώς τα ζώα είχαν αρκετό χρόνο να αντιδράσουν και να διαφύγουν τον κίνδυνο της φωτιάς».
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της πρόσφατης πυρκαγιάς, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι το μέγεθος της έκτασης που έχει πληγεί στο Εθνικό Πάρκο (Ε.Π.). Σε συνδυασμό με την πυρκαγιά που είχε εκδηλωθεί στο νότιο τμήμα του Ε.Π. το 2011, αυτή στον νότιο πυρήνα το 2022 (περίπου 40.000 στρ.), την πρόσφατη που έκαψε όλο το υπόλοιπο του νότιου πυρήνα (28.000 στρ. περίπου), αλλά και το υπόλοιπο νότιο τμήμα του ΕΠ ΔΛΣ προς τη Λευκίμη (συνολικά έχει καεί περισσότερο από το μισό της έκτασής του), καθώς και την περιοχή δυτικά του Ε.Π. που είναι επίσης Ζώνη Ειδικής Προστασίας για την ορνιθοπανίδα (Δάσος Δαδιάς-Δερείου-Αισύμης, GR1110010), δίκαια θεωρείται "μεγαπυρκαγιά". Το μεγάλο μέγεθος της καμένης έκτασης, ίσως να επηρεάζει περισσότερο αρνητικά την άγρια πανίδα, γιατί αρκετά είδη απαιτούν εκτεταμένες περιοχές με ώριμα δάση, πολλά είδη είναι δασόβια, δηλ. απαιτούν πυκνό δάσος για να βρίσκουν καταφύγιο και αρκετά είδη εξαρτώνται ισχυρά από το συνδυασμό δασωμένων-ανοικτών εκτάσεων. Αυτό σημαίνει ότι η απώλεια μεγάλου μέρους του δάσους θα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε μεγάλο αριθμό ειδών της άγριας πανίδας, τόσο στα πτηνά όσο και στα μεγάλα θηλαστικά.
Για τα είδη που διαβιούν στη συγκεκριμένη περιοχή, ο κ. Μπακαλούδης αναφέρει: «Στο τμήμα της Ζώνης Α, που καταστράφηκε φέτος ολοσχερώς, υπήρχε η αποικία με τις περισσότερες φωλιές του Μαυρόγυπα. Σ' αυτό το τμήμα της Ζώνης Α, όπως και στην καμένη περιοχή εκτός της Ζώνης Α, υπήρχαν και αρκετές φωλιές από άλλα αρπακτικά πτηνά, όπως από Φιδαετό, Κραυγαετό, Σταυραετό, Διπλοσάϊνο, Γερακίνα, κ.ά., αλλά και από άλλα πτηνά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως του Μαυροπελαργού. Στην περιοχή που κάηκε φώλιαζαν αρκετά είδη στρουθιόμορφων (πχ Σπίνος, Καλόγερος, Γαλαζοπαπαδίτσα, Κοκκινολαίμης, Συκοφάγος, Δενδορφυλλοσκόπος, Σταχτοπετρόκλης, Σταχτομυγοχάφτης, Κότσυφας, Αετομάχος, κ.ά.), κορακοειδών (π.χ. Κοράκι), νυκτόβιων αρπακτικών (π.χ. Νανόμπουφος), περιστερόμορφων (Τρυγόνι, Φάσα), και πολλά άλλα είδη πτηνών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον προστασίας. Επίσης, διαβιούσαν πληθυσμοί από αρκετά θηλαστικά, όπως Ζαρκάδι, Λύκος, Αλεπού, Πετροκούναβο, Ασβός, Σκίουρος, Δασομυωξός, τρωκτικά κ.ά. καθώς και από ερπετά, όπως χελώνες, σαύρες και φίδια.
Σημειώνει δε, ότι δεν υπάρχουν ακριβή αριθμητικά δεδομένα και ορισμένες εκτιμήσεις απαιτούν αρκετό χρόνο για να γίνουν, ώστε να γνωρίζουμε πόσες φωλιές αρπακτικών έχουν καεί. Πιθανολογεί ωστόσο ότι φωλιές του Μαυρόγυπα έχουν καεί και η συνέχεια των εναπομεινασών (σ.σ. φωλιών) εξαρτάται από την επιβίωση των δέντρων.
Αναφορικά με το πώς η πυρκαγιά επηρεάζει την παρουσία της άγριας πανίδας στην περιοχή, εξηγεί: «Τα είδη που διέφυγαν της πυρκαγιάς, πιθανόν να επιστρέψουν στις θέσεις τους. Τα περισσότερα είδη της άγριας πανίδας (πτηνά και θηλαστικά) εκδηλώνουν φιλοπατρία στις γενέθλιες θέσεις τους και επιστρέφουν εκεί που αναπαράγονταν. Το κρίσιμο είναι εάν θα παραμείνουν και θα προσπαθήσουν την επόμενη χρονιά να αναπαραχθούν. Αυτό προϋποθέτει ύπαρξη διαθέσιμης και επαρκούς τροφής και κατάλληλες συνθήκες φωλεοποίησης για τα πουλιά. Εφόσον αυτές οι δύο συνθήκες δεν ικανοποιούνται, συνήθως μετατοπίζονται σε γειτονικές περιοχές. Αυτό μπορεί να συμβεί και σε βάθος 2-3 ετών. Αλλά είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να το μελετήσουμε με τους ραδιοπομπούς που έχουν τοποθετηθεί στους Μαυρόγυπες και σε άλλα αρπακτικά της περιοχής που επλήγη. Αρκετά είδη της άγριας πανίδας κάηκαν (πχ ερπετά και θηλαστικά), επειδή δεν μπόρεσαν να διαφύγουν από το μέτωπο της πυρκαγιάς την πρώτη και δεύτερη μέρα, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Στην πρώτη επίσκεψη έχω εντοπίσει νεκρά ζώα (πχ Ζαρκάδι και χελώνες) πλησίον των δασικών δρόμων, αλλά σίγουρα υπάρχουν περισσότερα στο εσωτερικό του δάσους