iselida.gr - Ειδήσεις για την πρώτη σελίδα

Παρασκευή - 19 Απριλίου 2024

Τιμήθηκε με τον
Χρυσό Φοίνικα
ο θρύλος Αλέν Ντελόν


Ευτυχώς οι μικροπρέπειες και οι ανούσιες αντιπαλότητες πήγαν περίπατο και επιτέλους οι υπεύθυνοι του Φεστιβάλ των Καννών κάνουν το αυτονόητο, να δώσουν τον Τιμητικό Χρυσό Φοίνικα σε έναν ζωντανό θρύλο του γαλλικού και ευρωπαϊκού σινεμά, τον Αλέν Ντελόν.

Το πιο γνωστό κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου, στο οποίο ο Ντελόν πήγε αρκετές φορές με αξιόλογες ταινίες (η πρώτη ήταν το 1961 για την ταινία του Ρενέ Κλεμάν «Γλυκιά που είναι η Ζωή»), αλλά προτίμησε, από τις βραβεύσεις και τα περίφημα «πάρε δώσε», το γλέντι, με τις καλλιτεχνικές παρέες, ως επί το πλείστον γυναικείες, ακόμη και ξεφαντώματα που ξέφευγαν από τα συνηθισμένα, ακόμη και με τα μέτρα, της γαλλικής Κυανής Ακτής.

Ο 84χρονος πια και μόνιμος κάτοικος Ελβετίας Αλέν Ντελόν θα προστεθεί στους Γούντι Άλεν, Ζαν Μορό, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Κλιντ Ίστγουντ, Τζέιν Φόντα, Μανοέλ ντε Ολιβέιρα, Ζαν Πολ Μπελμοντό και Ανιές Βαρντά, η οποία πέθανε πριν περίπου ένα μήνα και η επίσημη αφίσα της 72ης διοργάνωσης είναι αφιερωμένη σε αυτήν.
Αυτή η τιμητική διάκριση, η οποία έρχεται σε μία εποχή που συνεχώς φτωχαίνουν τα κριτήρια για τους κινηματογραφικούς αστέρες, είναι μια χρυσή ευκαιρία για να θυμηθούμε την αστραφτερή και μυστηριώδη ζωή του, τις γυναίκες που λάτρεψε και τις κορυφαίες κινηματογραφικές του στιγμές.

Για τη ζωή του Αλέν Ντελόν έχουν γραφεί μυριάδες σελίδες, αλλά τίποτα δεν είναι σίγουρο. Η απίστευτη ομορφιά του και η κλασική του γοητεία, κατάφερνε να κλέψει το βλέμμα ακόμη και όταν δίπλα του ήταν η Μπριζίτ Μπαρντό, η Ρόμι Σνάιντερ ή η Κλάουντια Καρντινάλε, ενώ η ζωή του γινότανε ακόμη πιο μυστηριώδης, καθώς συνδύαζε ταυτόχρονα το αλήτικο με το αγγελικό, το βίαιο με το τρυφερό, το αλαζονικό με το μελαγχολικό.


Όπως είχε πει και ο ίδιος κάποτε, «η ιστορία της ζωής μου είναι τόσο απίθανη, ώστε κανένας δημοσιογράφος δεν θα ήταν ικανός να την γράψει». Αλλά ας αρχίσουμε από τα σίγουρα. Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1935 στη Σο, στα περίχωρα του Παρισιού. Μητέρα του ήταν η όμορφη Εντίθ και πατέρας του ο μποέμ καλλιτέχνης Φαμπιέν Ντελόν. Χώρισαν όταν ο Αλέν ήταν τεσσάρων ετών. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε έναν αλλαντοποιό και ο μικρός Αλέν ξέπεσε στις παραμάνες. Έτσι, επειδή ο σύζυγος μίας παραμάνας ήταν δεσμοφύλακας στη φυλακή της Μπουρ λα Ρεν, τα πρώτα του παιχνίδια τα έκανε στο προαύλιο της φυλακής, με τα άλλα παιδιά των δεσμοφυλάκων. Από τα 8 έως τα 14 του, άλλαξε 6 οικοτροφεία, με τη ζωηράδα ενός παιδιού που δεν κατάλαβε ποτέ την απόρριψη των γονιών του. Κακός μαθητής, ένας αληθινός «διαβολάκος», κατάφερε να αποβληθεί από σχεδόν όλα τα δημόσια σχολεία που πήγε. Στα 18 του κατετάγη εθελοντής στο Πολεμικό Ναυτικό, για να βρεθεί στη Σαϊγκόν, όταν η Ινδοκίνα φλεγόταν. Ευτυχώς γι' αυτόν δεν επέδειξε κανέναν ηρωισμό και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του στα κρατητήρια, αφού είχε διάφορα μπλεξίματα. Γυρνώντας στο Παρίσι, μετά την απόλυσή του από το στρατό, δίχως φράγκο στην τσέπη, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού, ζούσε παρέα με φτωχοδιάβολους και πόρνες της πλατείας Πιγκάλ. Η πέρασή του στις γυναίκες είχε και τα καλά του, αφού οι «πεταλουδίτσες» της πλατείας Πιγκάλ τον τάιζαν, τον φρόντιζαν, τον προστάτευαν από τους σκληρούς, τους μαχαιροβγάλτες της περιοχής.
 

Οι γυναίκες τον λάτρευαν από μωρό. Αυτό συνεχίστηκε και όταν ενηλικιώθηκε και γιγαντώθηκε όταν άρχισε να παίζει σε ταινίες. Τα πάντα τα χρωστά στις γυναίκες. Όπως είχε πει «για αυτές ήθελα να είμαι πάντα ο πιο όμορφος, ο πιο μεγάλος, ο πιο δυνατός και να το βλέπω στα μάτια τους. Οι γυναίκες υπήρξαν το μεγαλύτερο κίνητρο». Μια γυναίκα άλλωστε ήταν αυτή που τον έσπρωξε στον χώρο του θεάματος, στο σινεμά. Ήταν η ηθοποιός Μπριζίτ Ομπέρ (η μικρή που είναι ερωτευμένη με τον Κάρι Γκραντ στο «Κυνήγι του Κλέφτη» του Χίτσκοκ) που τον γνώρισε στη σύζυγο του σκηνοθέτη Υβ Αλεγκρέ, ο οποίος του έδωσε την πρώτη ευκαιρία για να μπει στον κόσμο του σινεμά, με την ταινία «Quand la femme s'en mele». Όπως διηγείται ο ίδιος, ο Αλεγκρέ του έριξε μια ματιά και του είπε: «Μίλα όπως μου μιλάς, Κοίταξε όπως με κοιτάζεις. Άκουσε όπως με ακούς. Μην παίζεις. Ζήσε». Όπως παραδέχθηκε ο Ντελόν, χωρίς αυτή την κουβέντα δεν θα είχε κάνει την καριέρα που έκανε.