iselida.gr - Ειδήσεις για την πρώτη σελίδα

Παρασκευή - 29 Μαρτίου 2024

Ποιά ήταν τα
τελευταία λόγια του
Ανδρέα Παπανδρέου


Τρέξτε, τρέξτε γρήγορα, κάτι συμβαίνει με τον πρόεδρο!».

Η Αλέκα, η νυχτερινή νοσοκόμα που έχει αναλάβει να προσέχει την κατάσταση της υγείας του Ανδρέα Παπανδρέου, τρέχει αλαφιασμένη από την κρεβατοκάμαρα στο μπαλκόνι της οικίας του προέδρου του ΠΑΣΟΚ ζητώντας βοήθεια από τους γιατρούς που έχουν κάτσει στη δροσιά και κουβεντιάζουν αμέριμνοι μαζί με τη σύζυγο του τέως πρωθυπουργού Δήμητρα Λιάνη και τα στελέχη του Κινήματος Τηλέμαχο Χυτήρη και Νίκο Αθανασάκη. Η ώρα είναι 01.30 το πρωί. Ξημερώματα Κυριακής 23 Ιουνίου 1996.

Μέσα σε δευτερόλεπτα σπεύδουν πάνω από τον 77χρονο ηγέτη, ο οποίος έχει χάσει τις αισθήσεις του και κάθε επαφή με το περιβάλλον, ο καθηγητής Ιατρικής Αθανάσιος Μαΐλης, ο φυσικοθεραπευτής Μάκης Καρπαθίου και η γιατρός Πέννυ Φλεβάρη. Τον υποβάλουν χωρίς περιστροφές σε καρδιογράφημα. Δυστυχώς όμως στην οθόνη αποτυπώνεται μονάχα μια μονότονη οριζόντια γραμμή, δείγμα ότι η ραγισμένη καρδιά του Παπανδρέου δεν χτυπά.

Σε μια ύστατη προσπάθεια να τον επαναφέρουν στη ζωή, του κάνουν μαλάξεις στο στήθος και χρησιμοποιούν τον απινιδωτή. Τα μάτια τού πάλαι ποτέ γητευτή των μαζών είναι ορθάνοιχτα, αλλά σε κανένα ερέθισμα δεν αντιδρά. «Από εκείνες τις στιγμές το μόνο που μου έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη», θα πει αργότερα η Δήμητρα Λιάνη, «ήταν ότι είχα πέσει γονατιστή στο πάτωμα κρατώντας μια εικόνα του Χριστού του 16ου αιώνα, την οποία είχα και όταν ήμασταν στο νοσοκομείο, και φώναζα "Θεέ μου, μη μου το κάνεις αυτό" και στους γιατρούς "κάντε κάτι, σας παρακαλώ". Η κατάστασή μου ήταν άγρια. Ακουγα μονάχα τον υπόκωφο ήχο του απινιδωτή». Η μάχη όμως ήταν εξαρχής χαμένη.

Μέχρι αργά το μεσημέρι, η τελευταία ημέρα της ζωής του Ανδρέα Παπανδρέου κύλησε χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Υποβλήθηκε στις απαιτούμενες θεραπείες που του είχαν συστήσει οι γιατροί προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα οξεία καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, το μεσημέρι έφαγε λιτά και ακολούθως ξεκουράστηκε. Από το απόγευμα άρχισαν οι επισκέψεις, τις οποίες επιζητούσε και ο ίδιος, ενόψει μάλιστα και του επικείμενου συνεδρίου που είχε προγραμματιστεί για τις 27 Ιουνίου, δηλαδή μόλις πέντε ημέρες αργότερα. Ολοι περίμεναν με αγωνία να μάθουν τις προθέσεις του. Θα πήγαινε έστω και σε αυτή την κατάσταση να μιλήσει, θα έστελνε κείμενο παρέμβασης ή θα άφηνε τα γεγονότα να εξελιχθούν χωρίς την παρέμβασή του;

Ο πρώτος που τον επισκέφθηκε ήταν ο Αντώνης Λιβάνης, ο μακροβιότερος και πιο έμπιστος συνεργάτης του. Εμειναν μόνοι στο γραφείο του Παπανδρέου και αφού τα είπαν αποχώρησε. Τον επισκέφθηκαν επίσης οι καθηγητές Ιατρικής και φίλοι του Δημήτρης Κρεμαστινός και Κώστας Στεφανής, οι οποίοι επίσης κουβέντιασαν μαζί του σε ευδιάθετο κλίμα. Ακολούθως πέρασε ο γιος του, Γιώργος Παπανδρέου, μαζί με τη σύζυγό του Αντα και την κόρη τους Μαργαρίτα. Αφενός ήθελε να δει πώς πάει ο πατέρας του και αφετέρου να τον πείσει να μην παραστεί στις εργασίες του 4ου Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ.

Μέχρι τις 20.30 είχαν φύγει όλοι. Στο μεταξύ, όμως, είχαν έρθει ο Τηλέμαχος Χυτήρης και ο Νίκος Αθανασάκης, προκειμένου να δουλέψουν το κείμενο της ομιλίας του προέδρου στο επικείμενο συνέδριο. «Για να είμαστε ειλικρινείς, μιλούσε λίγο και άκουγε περισσότερο» θα πει αργότερα ο Χυτήρης. Γύρω στις 21.00 ο Παπανδρέου αποκρίνεται: «Καθίστε να φάμε μαζί».

Τρώγοντας ψάρι και σαλάτα, μαζί με τη Δήμητρα Λιάνη, τους γιατρούς και τη νοσηλεύτρια που κούραρε τον καταπονημένο πολιτικό, είδαν στην τηλεόραση τις ειδήσεις των εννέα και ακολούθως συζήτησαν για τα όσα έγιναν στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής που είχε πραγματοποιηθεί το μεσημέρι στα γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη. Μετά η ατμόσφαιρα χαλάρωσε και οι συνδαιτυμόνες άρχισαν να λένε διάφορες ιστορίες. Ο Ανδρέας κυρίως άκουγε, πίνοντας κάνα δυο ποτηράκια λευκό κρασί. Κατά τις 22.30 σηκώθηκαν όλοι από το τραπέζι και κάθισαν στο σαλόνι.

«Εμένα θα μου επιτρέψετε τώρα…» θα πει κάποια στιγμή λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Χυτήρης και Αθανασάκης σηκώθηκαν να φύγουν και αυτοί για τα σπίτια τους. «Να φεύγουμε και εμείς, πρόεδρε, είναι αργά». «Οχι, όχι, εσείς να κάτσετε. Εγώ πάω να ξαπλώσω» θα απαντήσει, αρχίζοντας, όπως έκανε πάντα, να χαιρετάει έναν έναν τους παριστάμενους διά χειραψίας. Οταν έφθασε στην πόρτα για να φύγει, ξαναγύρισε προς την παρέα και κούνησε το χέρι… παπανδρεϊκά. Ηταν το δικό του αντίο.