iselida.gr - Ειδήσεις για την πρώτη σελίδα

Τετάρτη - 01 Μαΐου 2024

Τα λόγια ψυχής του
Χρόνη Μίσσιου στον
Αργύρη Κωστάκη


Ο Χρόνης Μίσσιος έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 2012.Ανέσυρα από το προσωπικό μου αρχείο μια συνέντευξη που είχαμε κάνει τον Απρίλιο του 2011 για την aixmi.gr . Με τη ματιά ενός ωραίου Ανθρώπου. Ενός αληθινού Αριστερού στην καρδιά.

Συνέντευξη στον ΑΡΓΥΡΗ ΚΩΣΤΑΚΗ

Ο Χρόνης Μίσσιος -φοβάμαι πως αρκετοί νέοι, δεν τον γνωρίζουν καν - ήταν ένας σπουδαίος συγγραφέας. «Το βιβλίο του «Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε» είναι ένας πραγματικός ύμνος.

Ο Μίσσιος έζησε τα τελευταία σαράντα χρόνια ώσπου να ''ταξιδέψει'' στα μέρη της απέραντης γαλήνης στις 20 Νοεμβρίου 2012 στο Καπανδρίτι. Μέσα στη φύση. Μαζί με τα σκυλάκια του. Την Ήρα, τον Στόρμι και την ‘Αργη. Ήταν ύψιστη τιμή να συναντήσω εκείνο το απόγευμα τον μεγάλο αυτόν Έλληνα. Ήταν η επιτομή της αθωότητας και της εντιμότητας. Ένα σύμβολο της ανένταχτης Αριστεράς. Έμαθε γράμματα μέσα στη φυλακή ανάμεσα στο ξύλο των δεσμοφυλάκων και στη βασανιστική μοναξιά της ψυχής.

Μακάρι έστω κι ένας από εσάς που θα διαβάσει ένα μικρό απόσπασμα που διάλεξα να ξυπνήσει το επόμενο πρωί καλύτερος άνθρωπος.

«Όταν σταμάτησα να είμαι επαγγελματίας επαναστάτης, είπα να γίνω κι εγώ μέλος αυτής της κοινωνίας. Να αντιληφθώ τι γίνεται και τι είναι αυτό που θέλω να ανατρέψω. Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα. Η ζωή είναι ένας δώρο που μας δίνεται μία φορά. Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ξημερώνει λένε «άντε να τελειώσει κι αυτή η κωλομέρα». Και δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν άλλο ένα βήμα προς το θάνατο.

Έσβησε άλλο ένα κεράκι. Αμύνομαι, λοιπόν, για να μην με αλλάξει το σύστημα. Να παραμείνω άνθρωπος. Κι αυτό για εμένα είναι μεγάλη επανάσταση. Να μη γίνω σαν κι αυτούς. Τα κατάφερα και γλίτωσα. Έσωσα την τρυφερότητα, την ευαισθησία και το ρομαντισμό μου. Γιατί πάντα έλεγα «εγώ είμαι κάποιος άλλος, δεν είμαι σαν κι εσάς. Και θέλω να παραμείνω έτσι». Αυτό, όμως, σημαίνει να αποκρούεις την καθημερινή κοινωνική βαρβαρότητα. Αν έγραφα ένα τελευταίο βιβλίο θα ήταν για το σήμερα και το αύριο. Δεν μπορώ να φανταστώ, όμως, ένα ωραίο αύριο. Το μεγάλο μου πρόβλημα θα ήταν πού να πάω τους ήρωές μου. Δεν βρίσκω κάποιο μέρος σε αυτό τον πλανήτη».

Ο Χρόνης Μίσσιος ταξιδεύει τώρα στο δικό του «πλανήτη». Αφήνοντας το δικό μας πιο φτωχό. Αφήνοντας την Ελλάδα πιο μίζερη και άσχημη. Ανοίγοντας κι άλλο το αβυσσαλέο χάσμα μεταξύ καλοσύνης και κακίας. Αθωότητας και ηλιθιότητας. Εντιμότητας και βαρβαρότητας. Αξιοπρέπειας και ηθικής βρωμιάς.

Τουλάχιστον, ας θυμόμαστε πάντα την προτροπή του. «Χαμογέλα ρε! Τι σου ζητάνε»;

Εγώ κρατώ πάντα εκείνο το παιδικό βλέμμα του μέσα από τα σκούρα γυαλιά μυωπίας. Εκείνο το μειδίαμα κάτω από το χαρακτηριστικό μουστάκι. Εκείνο το κουρασμένο χέρι που έπαιρνε δύναμη όταν χάιδευε τα σκυλάκια του.