iselida.gr - Ειδήσεις για την πρώτη σελίδα

Πέμπτη - 02 Μαΐου 2024

Ένα αργοπορημένο γράμμα
στον πατέρα μου Τον
"Ροδανθό" της νιότης


33 χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες από τότε που έφυγε από τη ζωή ένας υπέροχος Άνθρωπος. Ο πατέρας μου Δημήτρης. Και αυτό το αργοπορημένο γράμμα αποτελεί ένα παλιό "γραμμάτιο" καρδιάς που ίσως να ''εξοφλώ'' σήμερα μνημονεύοντάς τον.

Δεν απέκτησε ποτέ δικό του σπίτι. Μιά ζωή στο νοίκι. ∆εν τον νίκησαν οι κακουχίες στην κατοχή, δεν τον πέτυχαν οι σφαίρες των ναζί στον πόλεµο, δεν τον λύγισε η φυµατίωση, δεν τον τσάκισε η δικτατορία. Αλλά του “τη φύλαγε” ο ύπουλος καρκίνος. Ήταν µόλις 63 ετών και σε έναν χρόνο θα έβγαινε στη σύνταξη να ξεκουραστεί. Γνήσιος ∆ηµοκράτης, αγνός Χριστιανός, ωραίος σύζυγος, λαµπρός πατέρας, τρυφερός παππούς, “τρελός” Παναθηναικός, ποδοσφαιριστής στα νιάτα του, σοφός και καλλιεργηµένος άνθρωπος µε έµαθε τα πάντα γιά τη ζωή. Σε αυτόν άλλωστε ανήκει η σοφία «αν δεν αναγκαστείς να σπρώξεις την πόρτα, δε θα µάθεις ποτέ αν είχες δύναµη να τη σπρώξεις». Τεχνικός διευθυντής επί δεκαετίες στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Ένας έντιμος δημόσιος υπάλληλος, εργατικός (αυτό το σπάνιο είδος) που ζούσε μόνο με τον μισθό του. Προσωπικός φίλος του Γιάννη Τσαρούχη, της Μαρίας Κάλλας, του Μάνου Χατζηδάκη, της Μελίνας Μερκούρη, του Σπύρου Ευαγγελάτου, του Τζον Μοδινού. Με απαράβατες αρχές που του είχε µεταλαµπαδεύσει ο πατέρας του Ανάργυρος - ο παππούς µου - ο οποίος ήταν προσωπικός ράφτης του Ελευθέριου Βενιζέλου και πρόεδρος των πολυτέκνων Αθήνας (11 είχε ο άτιµος) τη δεκαετία του 1930. Θρυλική θα µείνει η ατάκα του παππού Ανάργυρου στον σοφέρ του Βενιζέλου, ο οποίος “έκανε το λάθος” να διακόψει το µεσηµβρινό “ιερό” γεύµα του στην φτωχική αυλή στο Θησείο, προκειµένου να ρωτήσει αν ήταν έτοιµο το σµόκιν κάποιας δεξίωσης. Ο παππούς χωρίς να γυρίσει καν το κεφάλι είπε “µεταφέρετε στον κ. Πρόεδρο πως όταν η οικογένεια Κωστάκου γευµατίζει δεν διακόπτει γιά κανέναν”! Ο παππούς λοιπόν έµαθε στον πατέρα μου να αγωνίζεται µέχρι το τέλος γιά τη δικαιοσύνη, την ευπρέπεια και την εντιµότητα. Και αυτός σε εμένα.

Όποτε είµαι “σκασµένος” από τα προβλήµατα ή την αδικία που συναντώ καθηµερινά, γυρίζω σε εκείνα τα πρωινά που µε µάθαινες ποδήλατο ή πώς να κλωτσάω τη µπάλα στο πεδίον του Άρεως. Γυρίζω στη µονοκατοικία µε την αυλή στα Εξάρχεια, εκεί που µε φέρατε µε τη µητέρα στη ζωή, και σε βλέπω να ποτίζεις τον βασιλικό, να κόβεις τη σαλάτα ή να χαιδεύεις τις γατούλες. Αυτές οι εικόνες είναι ο δικός µου “Ροδανθός”. Όπως στην ταινία “πολίτης Καίην” όπου ο ζάπλουτος πρωταγωνιστής παρά τα αµύθητα πλούτη στο παλάτι Ζαναντού, το µόνο που τον γαλήνευε ήταν η ανάµνηση από τα παιδικά του χρόνια να κάνει έλκυθρο που το ονόµαζε “Ροδανθό”. 

Να πω ψέµµατα βρε πατέρα ότι δεν µου λείπεις ή ότι σε “χόρτασα”? Μόλις 24 ετών ήµουν όταν έσβησε το φως σου. Γιά τα µόνα που πρόλαβα να σε κάνω υπερήφανο ήταν που µε είδες με το περιβραχιόνιο στο χέρι αρχηγό του Γκυζιακού της οµάδας της καρδιάς µου και όταν είδες το ονοµά µου ως επικεφαλής του ελεύθερου ρεπορτάζ στην ιστορική εφηµερίδα “Ακρόπολις” (ο νεαρότερος σε ηλικία στην ιστορία του ελληνικού Τύπου σε τέτοια θέση). Όλα τα άλλα ελπίζω και προσεύχοµαι στον Θεό να τα βλέπεις από το “καφενεδάκι” στα µέρη της απέραντης γαλήνης που βρίσκεσαι και απολαμβάνεις τον γλυκύ βραστό που σου άρεσε. Τα µόνα που µου άφησες ήταν το δαχτυλίδι σου και την αντρική δυνατή χειραψία γιά να δίνω στους άλλους. 

Αν ήξερες πόσο σε αγάπησα θα... τρόµαζες. Θα σε έχω µέχρι να κλείσω τα µάτια µου στην πιό ψηλή κορυφή στα Ιµαλάια της ψυχής µου. Φυσικά μαζί με την αείμνηστη μητέρα και την αείμνηστη αδελφή μου. 

Όσο για το παραπονό μου το ξέρεις. Δέκα αδερφούς είχες. Και οι δέκα είχαν το κανονικό επώνυμο της οικογένειας, όπως φυσικά και ο Μανιάτης παππούς: Κωστάκος. Σε εσένα ένας ηλίθιος χαρτογιακάς υπάλληλος στο δήμο Αθηναίων το 1924 έγραψε στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως Κωστάκης (αντί για ο έβαλε η) κι έμεινε Κωστάκης γιατί δεν ήθελες να το αλλάξεις. Κι έτσι αντί να ''κάνει μπαμ'' ότι είμαι Μανιάτης, με περνάνε για Κρητικό και πρέπει να λέω ξανά και ξανά όλη αυτή την ιστορία με τον ληξίαρχο. Κι επίσης ότι δεν με πήγες ποτέ στα ιερά χώματα που γεννήθηκε ο παππούς. Τη Λάγια Λακωνίας...

Ο Αργύρης σου...