iselida.gr - Ειδήσεις για την πρώτη σελίδα

Σάββατο - 04 Μαΐου 2024

Τζόναθαν Κόου Ό,τι
κάνουμε είναι ψέμα
και είμαστε περήφανοι


Ό,τι κάνουμε είναι ψέμα. Ό,τι κάνουμε είναι ψέμα και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό… Δε λέμε την αλήθεια, αν και ίσως υπάρχουν κάποιες αλήθειες – ψήγματα αλήθειας, σίγουρα, θαμμένα μέσα σε ό,τι καλύτερο κάνουμε…»

Παραδεχόμενος το ψέμα, ομολογεί την αλήθεια. Ο Τζόναθαν Κόου, μεγάλος παραμυθάς ο ίδιος, ένας εξαιρετικός αφηγητής ιστοριών, προβληματίζεται για τα όρια της γραφής.

Του ΠΕΤΡΟΥ ΓΚΑΤΖΙΑ - diastixo.gr

Αποκαλύπτει ότι την πρώτη του ιστορία την έγραψε πολύ μικρός, μόλις στα 8 του χρόνια, το μακρινό 1969. Τότε, όπως λέει, δεν υπήρχαν υπολογιστές και διαδίκτυο. Στο δωμάτιό του υπήρχε μόνο ένα παλιό αυτοσχέδιο ραδιόφωνο –το οποίο είχε κατασκευάσει ο ίδιος ο πατέρας του, ένας επιστήμονας-ερευνητής–, χαρτί και μολύβι: «Όταν έγραψα αυτή την πρώτη ιστορία, δεν είχα ιδέα πώς μπορεί να είναι ένας συγγραφέας», θυμάται.

Βρίσκει ευκαιρία να διηγηθεί μια ιστορία περί γραφής. Ένα περιστατικό που του συνέβη πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια είχε γίνει διάσημος συγγραφέας. Επέστρεφε στην Αγγλία από την Ιταλία με το τρένο, γιατί του αρέσει να ταξιδεύει έτσι. Είχε πάρει μέρος σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ. Ο βασικότερος λόγος που επιλέγει συχνά αυτό το μέσο ταξιδιού είναι πως έχει στη διάθεσή του πολλές ήσυχες ώρες, τις οποίες μπορεί να διαθέσει στο γράψιμο. Κάθισε λοιπόν στο κουπέ του, μόνος, άνοιξε το λάπτοπ του και προσπάθησε να γράψει όταν κατάλαβε πως, πρώτον, δεν ήταν φορτισμένο, και δεύτερον, δεν είχε μαζί του φορτιστή.

Δεν το έβαλε όμως κάτω. Θυμήθηκε αυτά τα παλιά χρόνια, στο δωμάτιό του με το χαρτί και το μολύβι, και πέρασε τις υπόλοιπες ώρες γράφοντας μανιωδώς. Κατέγραφε όποια εικόνα, όποια αφήγηση του είχε εντυπωθεί τον τελευταίο καιρό: «Αυτές τις λίγες ώρες, ανακάλυψα ξανά τη χαρά του γραψίματος. Μια χαρά που είχα ξεχάσει, τη φυσική χαρά τού να βάζω τις λέξεις στο χαρτί με ένα στιλό και από τότε αυτός είναι ο τρόπος που ακολουθώ στη δουλειά μου».

Το 2020, έχοντας στο μυαλό του αυτή τη χαρά της συγγραφής και όταν χαλάρωσαν πρώτη φορά τότε τα αυστηρά μέτρα για την πανδημία, ο Κόου επισκέφτηκε τη μητέρα του, η οποία ζούσε ακόμη στο πατρικό του σπίτι στο Μπρόμσγκροουβ και κάποτε εργαζόταν ως καθηγήτρια μουσικής. Ήταν, όπως λέει, μια υπέροχη ημέρα και κάθισαν μαζί στον κήπο, ξεδιαλέγοντας ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια, οι οποίες ίσως να του φαίνονταν χρήσιμες στο μέλλον.

Το βράδυ, όταν επέστρεψε στο Λονδίνο, έμαθε ότι εκείνη πέθανε: «Κάναμε μια ανασκόπηση, η οποία ήταν καλή, αλλά δεν της είπα πράγματα που θα της έλεγα, εάν γνώριζα πως αυτή θα ήταν η τελευταία φορά», δήλωσε λίγες ημέρες αργότερα.