iselida.gr - Ειδήσεις για την πρώτη σελίδα

Κυριακή - 05 Μαΐου 2024

Ευάγγελος Μαυρουδής:
Γιατί έγραψα την
τριλογία της Σμύρνης


Στην εκδήλωση των εκδόσεων ''Κέδρος'' στο 50ο Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο, ο ιατρός - συγγραφέας Ευάγγελος Μαυρουδής με θέμα "1922-2022: Τρεις γενιές συγγραφέων για τη Μικρά Ασία" ανέλυσε τους λόγους που έγραψε την τριλογία ''επιστροφή στη Σμύρνη''.
Υπό το... ''βλέμμα'' της Διδούς Σωτηρίου δίπλα στην Ομότιμη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας Έρη - Λουίζα Σταυροπούλου και τον δημιουργό του graphic novel "Αϊβαλί" SOLOUP.
Η ομιλία
Παρότι οι τίτλοι των τριών βιβλίων προέκυψαν όταν ο Κέδρος αποφάσισε να εκδώσει την τριλογία, η γενική ονομασία Επιστροφή στη Σμύρνη προϋπήρχε ακόμη και της συγγραφής του έργου. Με τη λέξη «Επιστροφή» εννοείται επαναπροσέγγιση, ξανακοίταγμα της όλης υπόθεσης της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Ανήκοντας στη δεύτερη προσφυγική γενιά, την πρώτη που γεννήθηκε στην Ελλάδα, μεγάλωσα με τις ιστορίες του πατέρα μου που είχε φύγει εντεκάχρονο παιδί από τη Σμύρνη αλλά και της γιαγιάς μου, 35χρονης χήρας το 1922, μητέρα της μόλις 6 ετών μητέρας μου. Οι ιστορίες τους, πέρα απ’ όσες αφορούσαν τη φυγή και τα πρώτα δύσκολα χρόνια στη Χίο και στη Νέα Ιωνία της Αττικής, ήταν ειδυλλιακές, όπως είναι πάντα οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Η Καταστροφή είχε πέσει ουρανοκατέβατη στο κεφάλι τους. Το γιατί και το πώς αποτελούσαν για μένα ερωτήματα που οι απαντήσεις τους ξεκαθάριζαν όσο μεγάλωνα. Οι πληροφορίες δεν έρχονταν μόνο μέσα από το σπίτι αλλά από παντού: έφταιγε ο φθόνος και η θηριωδία των Τούρκων, που ήταν κατώτεροι από εμάς, οι πολιτικοί που μας είχαν εξαπατήσει και οι Μεγάλες Δυνάμεις που μας έστειλαν εκεί και μας εγκατέλειψαν.
Το πρώτο ρήγμα στην εικόνα αυτή συνέβη το 1980. Νεαρός αγροτικός γιατρός σε ένα ορεινό χωριό της Αιγιάλειας άκουγα τους 80χρονους ασθενείς μου, πρώην πολεμιστές της Μικρασίας, να περιγράφουν καμαρώνοντας πόσους Τούρκους αιχμάλωτους σκότωναν με μια και μόνο σφαίρα. Τοποθετώντας κολλητά τον ένα πίσω απ’ τον άλλο, τραυμάτιζαν θανάσιμα τους επτά ενώ η σφαίρα κτυπούσε τον όγδοο στην κοιλιά χωρίς να τον τρυπήσει. Ένας πόλεμος, φυσικά, δεν είναι περίπατος. Από φοιτητής αγόραζα βιβλία για την Καταστροφή σκοπεύοντας να τα διαβάσω.
Τα Χριστούγεννα του 1995 ξεκίνησα την προσεκτική μελέτη του πρώτου από αυτά. Ήταν ο Χρυσόστομος Σμύρνης του Χρήστου Σολομωνίδη. Είχα προτείνει ιδέες για τη Μικρασιατική Καταστροφή σε ένα ζωγράφο που έψαχνε θέματα. Παρασύρθηκα όμως κι επειδή εκείνος, ενώ έδειχνε να υιοθετεί τις ιδέες μου, δίσταζε να ξεκινήσει, του παράγγειλα 15 συγκεκριμένα έργα σε διάφορες διαστάσεις, προαγοράζοντάς τα.
Έτσι, ξεκινώντας από τα δικά μου πρωτόγονα σκίτσα, ο ζωγράφος ετοίμαζε πενάκια μικρών διαστάσεων τα οποία τροποποιούσε ανάλογα φτιάχνοντας ακρυλικά έργα στις διαστάσεις που είχαμε συμφωνήσει. Δούλεψε ενάμισι χρόνο, από τον Μάρτη του 1996 μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1997. Η έκθεση «Ο Τελευταίος Ιεράρχης» γνώρισε επιτυχία στη Ραφήνα, όπου εγκαινιάστηκε, κι ύστερα στην Αθήνα όπου μεταφέρθηκε, στο σπίτι του Κόντογλου και στην αίθουσα Μπουζιάνη του Πνευματικού Κέντρου του δήμου, αλλά και στο Ηράκλειο Κρήτης, στην Κόρινθο και σε άλλα μέρη. Είχα γράψει κι ένα έμμετρο αφήγημα όπου αποτυπώνονταν οι ιδεολογικές αντιλήψεις μου βάσει των γνώσεων εκείνης της εποχής.
Από τη συγκίνηση που είχε δημιουργήσει η έκθεση συνειδητοποίησα τη μεγάλη δύναμη της τέχνης. Έτσι αποφάσισα να δουλέψω το θέμα σε ιστορικό μυθιστόρημα. Ήμουν λάτρης του είδους από παιδί, από τον Τοξότη του Λουδοβίκου του ΙΑ΄ του Ουόλτερ Σκοτ. Ο στόχος μου όμως δεν ήταν να διηγηθώ τα ιστορικά γεγονότα δημιουργώντας συναισθήματα με κάποιους ήρωες αλλά να τα βιώσω ο ίδιος ανασυσταίνοντάς τα όσο το δυνατόν πιο πιστά. Πίστευα πως μπορούσα να δημιουργήσω, τουλάχιστον για τον εαυτό μου, μια πειραματική προσομοίωση, ένα ιδεατό ταξίδι στη Μικρασιατική Υπόθεση προσεγγίζοντας την επιστημονικά, όπως εκείνοι που κατασκεύασαν ένα ομοίωμα της Αργούς και ξανοίχτηκαν μαζί του στη θάλασσα προσομοιώνοντας ως κωπηλάτες την Αργοναυτική Εκστρατεία.
Σκόπευα να φτιάξω ένα πλήρες και αναλυτικό ημερολόγιο των ημερών της Καταστροφής το οποίο θα αναρτούσα σε ένα τοίχο του σπιτιού μου και θα παρακολουθούσα εκεί την καθημερινότητα των ηρώων που θα κατασκεύαζα. Ρίχτηκα στο διάβασμα των βιβλίων που είχα αγοράσει τα οποία πολλαπλασίαζα ασταμάτητα. Η προσπάθειά μου συνέπεσε με το ξεκίνημα του διαδικτύου και του Amazon που έδινε βιβλιογραφικές δυνατότητες. Βρήκα βιβλία που στηρίζονταν σε διδακτορικές διατριβές από πανεπιστήμια της Αγγλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, γραμμένα από ιστορικούς διαφόρων εθνικοτήτων. Ανάμεσά τους Έλληνες και Τούρκοι με κορυφαία την παλιά συμφοιτήτριά μου από το Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, τη Βάνα Σολομωνίδου.
Απόκτησα έτσι έναν όγκο γνώσεων αλλά και ιστορικών γνωριμιών. Γνώρισα δηλαδή πρόσωπα που, πέρα και παράλληλα με τους μεγάλους πρωταγωνιστές της Ιστορίας, είχαν διαδραματήσει σημαντικό ρόλο στα γεγονότα. Ήρθα έτσι σε επαφή και με λεπτομέρειες που, μολονότι δεν διέθεταν τη λάμψη των γνωστών και διάσημων, είχαν λειτουργήσει ως εφαλτήρια ή ως γενεσιουργές αιτίες και αφορμές. Στην τριλογία υπάρχουν περισσότερα από 200 τέτοια ιστορικά πρόσωπα καθώς από τα σημειωματάρια που γέμιζα προέκυπτε η ανάγκη επέκτασης της έρευνας στο παρελθόν των δύο εμπλεκόμενων λαών, το δικό μας και των Τούρκων.
Σταδιακά άρχισα να βλέπω τα υποθαλάσσια ρεύματα που διαμόρφωναν τα κύματα τα οποία επρόκειτο να συναντηθούν μεταξύ τους στη Σμύρνη και να συγκρουστούν εκεί αλλά κυρίως στα ενδότερα της Μικράς Ασίας από το 1919 μέχρι το 1922 δημιουργώντας ένα τσουνάμι ανυπολόγιστης καταστροφής. Τα ιστορικά πρόσωπα και τα ιστορικά γεγονότα που προανέφερα λειτούργησαν σαν κορυφές, πάνω στις οποίες μπορούσε να πατάει κανείς για να προχωρεί αλλά και για να βλέπει τα ρεύματα που διαμόρφωναν την ιστορία.
Για την υπόθεση του έργου χρησιμοποίησα τη φανταστική ιστορία δύο γειτονικών οικογενειών, μιας ελληνικής και μία τουρκικής, στην Καραντίνα της Σμύρνης, μια περιοχή που είχα στην καρδιά μου επειδή εκεί μεγάλωσε ο πατέρας μου. Όταν μάλιστα 60 χρόνια μετά ξαναπήγε για να βρει το σπίτι του, ήταν αδύνατο με την οικοδόμηση που υπήρχε. Έτσι χρησιμοποίησε σαν οδηγό σημείο το χαμάμ, που περιγράφω στην τριλογία, έκλεισε τα μάτια και βάδισε με διασκελισμούς δεκάχρονου παιδιού προς τη κατεύθυνση που έπρεπε. Νιώθοντας πως είχε φτάσει, άνοιξε τα μάτια του και το είδε.
Χρησιμοποίησα πολλές αληθινές ιστορίες, η δομή όμως στηρίχτηκε στη μυθολογία. Για την ελληνική οικογένεια χρησιμοποίησα το μύθο του Θησέα. Άλλωστε ο Θησέας ήταν ο ήρωας που ένωσε την Αθήνα, και η Μεγάλη Ιδέα που δικαίως της φορτώνουμε την Καταστροφή δίνοντάς της ιμπεριαλιστικές προεκτάσεις, ήταν, από την άλλη, η δύναμη που μετέτρεψε την Ελλάδα της Μελούνας στη χώρα του σήμερα. Το πόσο μεγάλες ή μικρές είναι κάθε φορά οι ιδέες, βέβαια, εξαρτάται από τις συνθήκες και τις δυνατότητες. Η Ελλάδα των Σεβρών, που περιλάμβανε σε αναμονή την Κύπρο και τα Δωδεκάνησα, ήταν η ολοκλήρωση ενός ονείρου. Τα αόρατα ρεύματα, ορατά σήμερα, έκαναν το όνειρο εφιάλτη.
Για το δεύτερο μέρος της τριλογίας, που περιγράφει την ιστορία των Τούρκων, χρησιμοποίησα την Ιλιάδα. Οι μύθοι έδωσαν τη δυνατότητα να δημιουργηθούν πανέμορφες ιστορίες και ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Κάποιες υποσημαίνονται με τα ονόματα όπως εκείνο του γιατρού Σινόπουλου που παραπέμπει στον Σίνη, τον πιτυοκάμπτη ή το άλλο του συνεργάτη του Δαμάστη, του δικηγόρου Πολυπημόπουλου παραπέμπει στον Προκρούστη που στη μυθολογία αναφέρεται και ως Πολυπείμων αλλά και Δαμάστης.
Δημιουργήθηκαν έτσι περισσότεροι από 70 χαρακτήρες μυθοπλασίας για τον καθένα από τους οποίους ετοίμασα ξεχωριστό φάκελο ακόμα και για λεπτομέρειες της ζωής τους που είτε δεν αναφέρθηκαν ποτέ είτε αποσιωπήθηκαν στις διαδικασίες της επεξεργασίας του έργου.
Η ισορροπία ανάμεσα στην ιστορία και στην ποίηση είναι καθοριστική σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Ο Ντοστογιέφσκι στο τελευταίο του τετράδιο, λίγο πριν πεθάνει το 1881, έγραφε πως ο Σαίξπηρ των ιστορικών δραμάτων ήταν περισσότερο πιστός όχι στην ιστορική αλλά στην ποιητική αλήθεια δίνοντας έτσι ασύγκριτα πιο πολλά στοιχεία για την ιστορία των ημερών του. Ας το προσέξουμε λοιπόν αυτό και για να παραφράσουμε τον Μπρεχτ και τη Μάρω Δούκα, ας παραδεχτούμε ότι η αλήθεια είναι ζόρικη πολύ και χρειάζεται την ποίηση όχι μόνο για να ειπωθεί αλλά και για να ιδωθεί.