iselida.gr - Ειδήσεις για την πρώτη σελίδα

Παρασκευή - 17 Μαΐου 2024

Ευάγγελος Μαυρουδής:
Η αμφίδρομη σχέση
ιστορίας και Τέχνης


Σε ειδικό άρθρο του για την ηλεκτρονική εφημερίδα iselida.gr ο διακεκριμένος συγγραφέας και ιατρός Ευάγγελος Μαυρουδής, γράφει για την ιστορία του θρυλικού καικιού ''Άγια Κυριακή''.

Μου τηλεφώνησε ο δήμαρχος της Ραφήνας, και με κάλεσε να μιλήσω στα εγκαίνια του αντίγραφου της «Άγιας Κυριακής», του καϊκιού διαφυγής των πατριωτών από το λιμάνι της πόλης την περίοδο της Κατοχής. Πρόκειται για μοντέλο σε κλίμακα 1:10, ακριβές αντίγραφο με βάση τα αυθεντικά σχέδια ναυπήγησης παραδοσιακών καϊκιών τύπου «Πέραμα». Βοήθησε και η μοναδική φωτογραφία της «Άγιας Κυριακής» που έχει διασωθεί. Το μοντέλο βρίσκεται στην είσοδο του δημαρχείου.

Παραμονή 28ης Οκτωβρίου τα εγκαίνια αντιστοιχούσαν, κατά τη γνώμη μου, με αποκαλυπτήρια μνημείου της Εθνικής Αντίστασης. Η ιδέα της κατασκευής του, το μεγάλο ενδιαφέρον του κόσμου που είχε αρχίσει ήδη να το επισκέπτεται και η συγκίνηση που προκαλείται σχετίζεται με το τραγούδι «Άγια Κυριακή», σύνθεση του Μίμη Πλέσσα σε στίχους του Κώστα Βίρβου.

Το πρωτοτραγούδησε η Ρένα Κουμιώτη στο άλμπουμ «Θάλασσα Πικροθάλασσα» (Λύρα, 1973) με εξώφυλλο του Μποστ. Αγαπήθηκε και τραγουδιέται ακόμα διατηρώντας ζωντανή τη μνήμη του θρυλικού καραβιού, σε πείσμα της θλίψης που εκφράζουν οι στίχοι του, ότι η «Άγια Κυριακή» σαπίζει ξεχασμένη στην αμμουδιά. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι κυκλοφόρησε, ένα μήνα πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αντιλαμβάνεται το θάρρος των δημιουργών του απέναντι στη λογοκρισία της εποχής αλλά και το μήνυμα που εκπέμπει.

Η ιστορία αυτή αποδεικνύει ότι η Τέχνη ζωντανεύει την Ιστορία στις ψυχές των ανθρώπων. Υπενθυμίζει και αναβιώνει γεγονότα που, χάρη στην παρέμβασή της, παραμένουν αθάνατα.

Από τα τρισεκατομμύρια των νεκρών στα δισεκατομμύρια μάχες από τη γέννηση της ανθρωπότητας στον πλανήτη παραμένουν στη συλλογική μνήμη οι ηρωισμοί και τα θύματα ενός κυρίως από τους πολέμους που ίσως και να μην ήταν ο σημαντικότερος. Πόσο βαθιά, άραγε, θα είχε βυθιστεί στο απύθμενο καλάθι της Ιστορίας ο Τρωικός Πόλεμος αν δεν τον είχε τραγουδήσει ο Όμηρος;

Η Τέχνη είναι το άροτρο και ο καλλιτέχνης ο σπορέας για την ατελεύτητη αναπαραγωγή της Ιστορίας στις ψυχές των ανθρώπων. Από τις βραχογραφίες στις σπηλιές των πρωτόγονων προγόνων μας μέχρι τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές υπερπαραγωγές ο στόχος είναι ο ίδιος: η απαθανάτιση των γεγονότων.

Κάποιες φορές μάλιστα το μέσο που χρησιμοποιείται για την αφήγηση αποκτά τόση ισχύ ώστε καθιερώνεται, αυτονομείται και δημιουργεί τη δική του Ιστορία και Πολιτισμό. Η Βίβλος, τα Ευαγγέλια, το Κοράνι, οι αγιογραφίες και οι εικόνες στους ναούς και στα σπίτια μας είναι αναμφισβήτητα παραδείγματα.

Στη Μπαγιέ εντυπωσιάζει η περίφημη ταπισερί, ένα κέντημα μήκους εβδομήντα μέτρων και πλάτους μισού, με πάνω από 70 εικόνες και 1.500 πρόσωπα, που εικονίζει την κατάκτηση της Αγγλίας από τον Γουλιέλμο. Δημιουργήθηκε πριν χίλια χρόνια όχι μόνο για να υμνήσει αλλά και για να δικαιολογήσει τον πόλεμο. Λίγοι γνωρίζουν ότι οι σκηνές της κατάληψης των Χειμερινών Ανακτόρων από τον «Οκτώβρη» του Αϊζενστάιν που χρησιμοποιούνται μάλιστα ως επίκαιρα στις επετείους της Οκτωβριανής Επανάστασης, έχουν υποκαταστήσει και την ίδια την Ιστορία. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη, δημοσιογραφική αδεία, χρησιμοποίηση της σκηνοθετημένης εικόνας του επαναστατημένου λαού που σκαρφαλώνει στις σιδερένιες πύλες και ορμά στα ανάκτορα αλλά σε αυτό καθαυτό το γεγονός της κατάληψης των Χειμερινών Ανακτόρων, το οποίο έχει καθιερωθεί, ενώ στην πραγματικότητα δεν συνέβη ποτέ.

Ας γυρίσουμε στην «Άγια Κυριακή» όμως: Το λιμάνι της Ραφήνας την περίοδο της Κατοχής, δεν ξεπερνούσε τα μερικές δεκάδες μέτρα. Ήταν εκεί όπου σήμερα υπάρχουν τα εστιατόρια και τα ψαράδικα. Όπως δείχνουν φωτογραφίες της εποχής, δεν υπήρχε προκυμαία παρά ένας χαμηλός λιμενοβραχίονας ανατολικά ώστε να προστατεύεται κάπως η ακροθαλασσιά. Λίγα μέτρα πέρα απ’ το κύμα υπήρχαν μερικές αποθήκες για τα ψάρια που φορτώνονταν και έφευγαν για την Αθήνα. Ένας στενός χωματόδρομος ανηφόριζε και κρατιόταν κλειστός από μια ξύλινη μπάρα στην οποία υπήρχε Γερμανός φρουρός. Η προσέγγιση απαιτούσε ειδική έγγραφη άδεια σφραγισμένη με τον γερμανικό αετό. Η σημασία που έδιναν οι κατακτητές στο λιμάνι αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ενώ την πόλη διοικούσαν οι Ιταλοί, εκείνο βρισκόταν υπό γερμανικό έλεγχο.

Εκτός από τα ψαροκάικα, η συγκοινωνία με τα νησιά δεν γινόταν με πλοία αλλά με καΐκια όπως η «Άγια Κυριακή». Η ίδια η πόλη ήταν μικρή: χαμηλά σπιτάκια με μέχρι τη θάλασσα ενώ η σημερινή πλατεία ήταν δρόμος όπου λειτουργούσε η μικρή αγορά. Τον πρώτο χρόνο της Κατοχής μάλιστα όλη η έκταση νότια της πόλης μέχρι τη θάλασσα ήταν γεμάτη από εκατοντάδες αυτοκίνητα που είχαν εγκαταλείψει και αχρηστέψει οι Βρετανοί κατά τη διαφυγή τους τον Απρίλη του 1941. Για τα εγκαταλειμμένα οχήματα υπήρχε πολύμηνη εργολαβία αποσυναρμολόγησης και απομάκρυνσης. Το φρουραρχείο των Ιταλών ήταν στη «Βίλα Κατίνα», που υπάρχει ακόμα κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, πάνω απ’ τη θάλασσα, ενώ οι Γερμανοί έμεναν σε επιταγμένα σπίτια. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών στη βίλα μεταφέρθηκαν οι Γερμανοί για να την αναλάβει, όταν αποχώρησαν, η Χωροφυλακή.

Η αντίσταση άρχισε από τους πρώτους μήνες. Στ’ ανοιχτά της Ραφήνας αποβιβάστηκε, αρχές Οκτώβρη 1941, από υποβρύχιο ομάδα Ελλήνων και Βρετανών σαμποτέρ, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Ιβάνωφ που θα αποσπούσε τα μυστικά σχέδια της κατανομής των γερμανικών δυνάμεων στην Ελλάδα μέσα από το Στρατηγείο τους. Με τη συνεργασία των αντιστασιακών ομάδων ξεκίνησε η διαφυγή αξιωματικών κυρίως και πολιτικών για τη Μέση Ανατολή.

Για τη διαφυγή από το λιμάνι της Ραφήνας αξιοποιήθηκαν εκτός από την «Άγια Κυριακή» του Καρυστινού καπετάν-Καδή, η «Αγία Παρασκευή» του Κώστα Γιαγκουδάκη και η «Παναγία» του Σταμάτη Τρατρά από την Ικαρία. Το Καδής ήταν παρατσούκλι του καπετάνιου της «Άγιας Κυριακής» λόγω του δίκαιου χαρακτήρα του. Ονομαζόταν κι αυτός Γιαγκουδάκης.

Με το «Παναγία» έφυγε από τη Ραφήνα κρυφά τον Μάρτη του 1942 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος με τη γυναίκα του, όταν προδόθηκε η Οργάνωσή του ύστερα από τα θανάσιμα σφάλματα που οδήγησαν στις συλλήψεις του δικτύου διαφυγής της Αντιπάρου. Οι Κανελλόπουλοι ταξίδεψαν μέχρι την παραλία του Πλατανιστού στη νότια Εύβοια και, αφού έμειναν μία μέρα εκεί, συνέχισαν κρυφά την επόμενη νύχτα μέχρι τον Τσεσμέ.

Καταλυτικό ρόλο στη φυγή του Κανελλόπουλου έπαιξε ο διοικητής της Χωροφυλακής της Ραφήνας υπομοίραρχος Πέτρος Λώλας, μέλος της ίδιας οργάνωσης. Ο Λώλας οργάνωσε πολλές τέτοιες αναχωρήσεις αξιωματικών και πολιτών με κορυφαία τη φυγάδευση μιας ομάδας 54 ατόμων, με τη συνεργασία του Ραφηνιώτη Κυριάκου Δρακούλη, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου «Η ακτή».

Λόγω της κακοκαιρίας οι 54 φυγάδες έμειναν ο ένας πάνω στον άλλον στα 8 δωμάτια του μονώροφου τότε ξενοδοχείου πάνω από το ομώνυμο ζυθεστιατόριο. Η χρήση της τουαλέτας και η διατροφή στα κρυφά όλων αυτών των ανθρώπων επί τρεις ημέρες ήταν ένας άθλος. Δεν έπρεπε να γίνουν αντιληπτοί από τους υπόλοιπους ταξιδιώτες που συνωστίζονταν στο μικρό σαλόνι του ξενοδοχείου με τους μπόγους και τα καλάθια τους, με τις γυναίκες και τα μωρά στην αγκαλιά τους, περιμένοντας να βελτιωθεί ο καιρός, ώστε να μπορέσουν να ταξιδέψουν. Διότι δεν ήταν όλοι σαν τον Λώλα.

Στη Ραφήνα εκείνη την εποχή παρεπιδημούσαν πολλοί συνταξιούχοι στρατιωτικοί και χωροφύλακες οι οποίοι, όταν έφτασαν οι Γερμανοί, παρά τους προφορικούς λεονταρισμούς στην αρχή του πολέμου, τάχτηκαν με το μέρος τους αναλαμβάνοντας καίριες δωσιλογικές θέσεις όπως τη Γενική Διεύθυνση των Σιδηροδρόμων Ελλάδος, την Ειδική Ασφάλεια, τη Διεύθυνση των Φυλακών Χατζηκώστα.

Αν και οι στίχοι του Κώστα Βίρβου υπαινίσσονται, ποιητική αδεία, ότι η «Άγια Κυριακή» έκανε τη διαδρομή Ραφήνα – Αλεξάνδρεια με τ’ αμπάρια της γεμάτα παλληκάρια, βλέποντας το καΐκι αντιλαμβάνεται κανείς ότι διαφυγή συνέβαινε διαφορετικά. Το ταξίδι γινόταν σταδιακά, κυρίως στην Εύβοια αλλά και στα γύρω νησιά, τη Σάμο και την Ικαρία. Κάποιοι παραλαμβάνονταν από υποβρύχια αφού ο προορισμός ήταν πράγματι η Αλεξάνδρεια και η ένταξη στο στρατό της Μέσης Ανατολής.

Στην Εύβοια, μέχρι τη σύλληψη και την εκτέλεση του σαμποτέρ Νίκου Αδάμ, ενδιάμεσος σταθμός ήταν το χωριό Τσακαίοι από την παραλία των οποίων έφευγαν για τον Τσεσμέ ή στ’ ανοιχτά του κόλπου για να συναντήσουν τα βρετανικά υποβρύχια.

Αυτά περίπου είπα στη σύντομη ομιλία μου που έκλεισε με την αναφορά στην ανάγκη να ολοκληρωθεί η ανάδειξη του «Οχυρού», στον ομώνυμο λόφο της πόλης, σε θεματικό πάρκο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η θέση της Ραφήνας ήταν κομβική σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής και οι Γερμανοί προετοιμάζονταν να «υποδεχτούν» τους Συμμάχους σε ένα από τα σημεία που είχαν διαφύγει. Έτσι δημιούργησαν στο λόφο που εποπτεύει την είσοδο του Νοτίου Ευβοϊκού ένα πάνοπλο οχυρό φρούριο του κινηματογραφικού στην ταινία «Τα κανόνια του Ναβαρόνε».

Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του συγκεκριμένου, τεράστιου Οχυρού βρίσκεται στο γεγονός ότι αποτελεί το υλικό πειστήριο της μεγαλύτερης επιχείρησης παραπλάνησης η οποία στήθηκε ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στη μέση ακριβώς του πολέμου και, παρότι δεν έριξε ούτε μια κανονιά, πέτυχε το στόχο του. Η βρετανική παραπλάνηση ευνόησε αποφασιστικά την απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία, αλλά και συνέβαλλε καταλυτικά στη μεταμόρφωση της Αντίστασης στην Ελλάδα.

Από μεμονωμένες λαϊκές κινητοποιήσεις και πράξεις δολιοφθοράς από ολιγάριθμες ομάδες θαρραλέων πατριωτών η αντίσταση μετατράπηκε σε μαζικό πολεμικό κίνημα στα βουνά και εν συνεχεία στις πόλεις. Η μεταμόρφωση αυτή καθόρισε τις ιστορικές, τις πολιτικές και τις κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα μας το υπόλοιπο μισό του 20ου αιώνα.

Πρόκειται για την πιο τρανή απόδειξη της αμφίδρομης σχέσης Ιστορίας και Τέχνης, Τέχνης και Ιστορίας, δεινότερη μάλιστα κατά πολύ από τη σύλληψη και κατασκευή του Δούρειου Ίππου. Η Τέχνη στις περιπτώσεις αυτές, πριν περιγράψει την Ιστορία, υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας που τη δημιούργησε.