iselida.gr - Ειδήσεις για την πρώτη σελίδα

Παρασκευή - 03 Μαΐου 2024

Ραφήνα Αυτή η
απαράμιλλη πένα του
Ευάγγελου Μαυρουδή!


Ο πατέρας μου ακολουθούσε ανέκαθεν την εξέλιξη. Ηλεκτρικό ψυγείο αγόρασε από του πρώτους: ένα λευκό Prestcold, κοντό, βαρύ, ψωμωμένο, να δουλεύει μια ζωή. Μέχρι τότε είχαμε κολόνες πάγου από τον παγοπώλη που γύριζε τη γειτονιά με το τρίκυκλο.
Πέρασαν χρόνια, οι παγοκολόνες εξαφανίστηκαν, τα ηλεκτρικά ψυγεία μεγάλωναν και τα παράπονα για το μέγεθος της κατάψυξης του Prestcold οδήγησαν στον παροπλισμό του. Κατέφτασε ένα υψηλότερο «Πίτσος», που σύντομα αντικαταστάθηκε από ένα πιο καινούργιο μοντέλο με ακόμα μεγαλύτερη κατάψυξη. Το παλιό, πρώτο μας ψυγείο παράμενε σιωπηλό στο υπόγειο.
Μια δεκαετία μετά επανήλθε στην επιφάνεια. Ετοίμαζα το νοικοκυριό για το αγροτικό ιατρείο, όπου θα ξεκινούσε η καριέρα μου. Το παλιό Prestcold μεταφέρθηκε με το τρίκυκλο του τέως παγοπώλη και τοποθετήθηκε στη μικρή κουζίνα του ετοιμόρροπου, πλην απόλυτα αυθεντικού χωριάτικου σπιτιού, που είχα διαλέξει. Φτάνοντας κάλεσα ηλεκτρολόγο να το συνδέσει με ρεύμα και το Prestcold, με το γνώριμο γουργούρισμα που θυμόμουν από μωρό, άρχισε να δουλεύει ξανά.
Ο ιδιοκτήτης, έχοντας παρατηρήσει τον ενθουσιασμό μου για την Παράδοση, είχε φροντίσει να ανεβάσει τόσο το νοίκι, που στο χωριό –όπου υπήρχαν φτηνότερα και περισσότερο σύγχρονα σπίτια- είχε ήδη κυκλοφορήσει η φήμη ότι ο καινούργιος γιατρός ήταν κάπως περίεργος, για να μη πω την ακριβή λέξη που πολύ αργότερα είχα πληροφορηθεί.
Το κυριότερο προσόν του σπιτιού εκείνου -κι αιτία της επιλογής μου- ήταν το παλαιικό, μεγάλο τζάκι του. Κατά τα άλλα, ανάμεσα στους τοίχους έτρεχαν κάθε βράδυ ποντίκια, κυνηγημένα ποιος ξέρει από τι, ενώ κάτω από τα αραιά σανίδια του πατώματος έχασκε το άδειο κελάρι. Ο στάβλος είχε παραμείνει στη διάθεση του σπιτονοικύρη που κατοικούσε πλέον στην πόλη κι ήθελε να ξαποσταίνει τον γάιδαρό του όταν ανέβαινε στο χωριό για τις ελιές και τ’ αμπέλια.
Ανάμεσα στα διάφορα που υπήρχαν στα δύο δωμάτια, ανακάλυψα κι ένα μπαούλο με υφαντά. Ήταν καλοραμμένα, παραδοσιακά, με όμορφα χρώματα. Γεμάτος ενθουσιασμό τα κρέμασα διακοσμώντας τους τοίχους. Μια μέρα ανέβηκε κι η σπιτονοικοκυρά στο χωριό. Έβαλε τις φωνές.
«Τι τα στόλισες αυτά, γιατρέ;» έκανε θυμωμένη.
«Αν δε θες, να τα βγάλω».
«Τι με νοιάζει εμένα;» απάντησε. «Για σένα το λέω…»
«Δηλαδή;»
«Αυτά είναι παλιοπράματα!» στραβομουτσούνιασε. «Είναι τράστα (ντορβάδες) για τα ψωμιά και μπόλιες για την κουζίνα. Τις έχει φάει ο σκόρος, δε βλέπεις; Ήταν η προίκα μου. Έχω να τα βγάλω από το σεντούκι πριν γεννηθούν τα παιδιά μου! Πέταξέ τα, να φαίνονται καλύτερα κι οι εικόνες που έφερες απ’ την Αθήνα…»
«Κι όμως» εξήγησα. «Τα παλιοπράματα –όπως τα λες- έχουν αξία… Δες εδώ σ’ αυτόν τον πίνακα που σ’ αρέσει…». (Ήταν μια λιθογραφία με τη «Μεγαρίτισσα» του Τσαρούχη). «Την έκανε ένας μεγάλος ζωγράφος. Είναι αντίγραφο, αλλά στοιχίζει πολλά, μόνο και μόνο επειδή έχει την υπογραφή του, εδώ, με μολύβι. Φαντάσου πόσο θ’ αξίζει το πρωτότυπο! Πρόσεξε, λοιπόν, τι φοράει: τη μπόλια που λες, κι έχει ένα τράστο κρεμασμένο στον ώμο…»
Δεν πείστηκε.
«Αυτά είναι παλιοπράματα για τα σκουπίδια!», έφυγε έχοντας τον τελευταίο λόγο.
Δεν τα έβγαλα, φυσικά. Όταν μαθεύτηκε ότι τελειώνει πια η θητεία μου, η σπιτονοικοκυρά εμφανίστηκε πάλι.
«Τι θα το κάνεις το ψυγείο;» ρώτησε. «Σε συμφέρει να το πάρεις μαζί σου; Γιατί δεν τ’ αφήνεις;»
Πραγματικά, τα έξοδα να το μεταφέρω, για να παροπλιστεί πάλι στο υπόγειο, ήταν περιττά.
«Να στο χαρίσω» είπα. «Αλλά κι εσύ να μου χαρίσεις τα υφαντά».
«Ναι, αλλά τα υφαντά έχουν αξία! Εσύ το είπες!».
«Και το ψυγείο δεν έχει;»
«Πού ξέρω εγώ τι αξία έχει το ψυγείο; Τα υφαντά θα στα δώσω, αν μου δώσεις και πέντε χιλιάρικα…» (Ήταν δυο μηνιάτικα για το σπίτι).
«Το ψυγείο δεν το δίνω ούτε για πενήντα χιλιάρικα» θύμωσα «Για μένα έχει πολύ μεγαλύτερη αξία απ’ τα υφαντά σου και δεν πρόκειται να καταδεχτώ να το παζαρέψω!»
Σταμάτησα την κουβέντα εκεί. Έφυγα λίγες μέρες αργότερα, αφού χάρισα το ψυγείο σ’ ένα συντοπίτη της, που μου είχε συμπαρασταθεί σαν αδελφός τον ενάμισι χρόνο που πέρασα στο χωριό. Όσο ζούσε ο φίλος μου, ξαναπερνούσα γι’ αυτόν, κουτσοπίναμε, μου έλεγε τα κουτσομπολιά, αναπολούσαμε.
Από μια στιγμή και μετά στις καινούργιες αυτές επισκέψεις είχα μαζί τη γυναίκα μου κι ύστερα και το γιο μας. Άκουγαν κι αυτοί, χωρίς να θέλουν και –φυσικά- χωρίς να ξέρουν – το γνωστό γουργούρισμα. Άλλωστε το να χαρίσεις μια παλιά ηλεκτρική συσκευή δεν είναι κάτι για το οποίο καμαρώνει κανείς…
Έδειξα στους δικούς μου και το παλιό σπίτι, που νοίκιαζα. Ήταν πια εντελώς εγκαταλειμμένο αλλά κι επικίνδυνο καθώς είχε κάτσει η στέγη. Δεν το ξαναείδα από τότε.
Κάποτε έμαθα ότι ο φίλος μου πέθανε στα μεγάλα χιόνια που απέκλειαν το χωριό. Επισκέφτηκα αργότερα το σπίτι του μακαρίτη κι η γυναίκα του μου έψησε καφέ. Καθώς η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοιχτή, εκτός απ’ τον καφέ, άκουγα και κάτι άλλο να γουργουρίζει.
Ευάγγελος Μαυρουδής
(12/12/2023)